Κύντατος δημοκρατία και αθέμιστος εμπιστοσύνη
Το συνεκτικό υλικό της κοινωνίας με το κράτος είναι η εμπιστοσύνη των πολιτών προς τους διακριτούς θεσμούς του κράτους.
Η διάκριση μεταξύ εκτελεστικής, νομοθετικής και δικαστικής εξουσίας συνιστά ακρογωνιαίο θεσμό του δημοκρατικού πολιτεύματος και του κράτους δικαίου, το οποίο αντιδιαστέλλουμε από το αστυνομικό ή το δεσποτικό κράτος. Η διάκριση των εξουσιών ως πολιτειακή αρχή αποδίδεται στον Γάλλο εκπρόσωπο του Διαφωτισμού Μοντεσκιέ (1689-1755), αλλά είχε συζητηθεί πολύ παλαιότερα από τον Αριστοτέλη, στα Πολιτικά (1298α).
Στη νομοθετική εξουσία υπάγεται η αρμοδιότητα ψήφισης των νόμων του Κράτους· η εκτελεστική εξουσία ασκεί τη διακυβέρνηση του κράτους και εκτελεί τους νόμους, και η δικαστική εξουσία έχει την ευθύνη να ερμηνεύει τους νόμους και να θέτει όρια στην αυθαίρετη άσκηση της εκτελεστικής λειτουργίας. Παρόλο που υπάρχουν διαφορές μεταξύ των χωρών ως προς την αυστηρότητα εφαρμογής της διάκρισης των εξουσιών, τα κράτη συμφωνούν ότι η εν λόγω αρχή συνιστά προϋπόθεση sine qua non για τη λειτουργία του κράτους δικαίου και συνεπώς ο σεβασμός της από τις τρεις εξουσίες διασφαλίζει την ομαλή λειτουργία του πολιτεύματος. Το σύνηθες σχήμα αποτυπώνεται στα καθ’ ημάς στο συνταγματικό άρθρο 26 με τίτλο «Διάκριση των εξουσιών» ως εξής: «1. H νομοθετική λειτουργία ασκείται από τη Bουλή και τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας. 2. H εκτελεστική λειτουργία ασκείται από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας και την Kυβέρνηση. 3. H δικαστική λειτουργία ασκείται από τα δικαστήρια· οι αποφάσεις τους εκτελούνται στο όνομα του Eλληνικού Λαού», έτσι ακριβώς με κεφαλαία Ε και Λ, για να μας βαυκαλίζει.
ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ
Στην ελληνική έννομη τάξη, επειδή σπανίζει ο διορισμός εξωκοινοβουλευτικών υπουργών, ο Πρωθυπουργός και οι υπουργοί, εκτός από μέλη της εκτελεστικής εξουσίας, είναι κατά κανόνα βουλευτές, δηλαδή λειτουργοί της νομοθετικής εξουσίας. Το κυβερνόν κόμμα διαθέτει κατά κανόνα την πλειοψηφία στη Βουλή, οπότε η επιλογή της Κυβέρνησης να υποβάλει στη Βουλή κάποιο νομοσχέδιο έχει πολύ υψηλές πιθανότητες να εγκριθεί. Και στη δικαιοσύνη οι επιδόσεις μας είναι θλιβερές. Ένα τρίκλωνο κορδόνι οι εξουσίες του κράτους που τις έφτιαξε σαν λαϊκή αγχόνη.
Με απογοήτευση βλέπουμε ότι το κράτος δεν είναι μπεσαλής εταίρος μας και ξέρουμε ότι το συνεκτικό υλικό της κοινωνίας με το κράτος είναι η εμπιστοσύνη των πολιτών προς τους διακριτούς θεσμούς του κράτους. Στη θεσμικά εδραιωμένη οιονεί δημοκρατία μας δεν έχουμε τανκς και τρομοκράτες στους δρόμους, αλλά έχουμε φαινόμενα αλητείας, αυθαιρεσίας, διαπλοκής, διαφθοράς, εγκληματικότητας, που ολοένα γιγαντώνονται λόγω ατιμωρησίας· όλα αυτά τα άθλια φαινόμενα παρελαύνουν αλαζονικά περιφρονώντας την ανθρώπινη απώλεια, τη φτώχεια και την ανέχεια της Ψωροκώσταινας με καινοφανή προκλητικότητα. Έχει χαθεί η εμπιστοσύνη στον αστυνομικό που μας προστατεύει, στο δικαστήριο που μας δικαιώνει, στο κοινοβούλιο που τρεκλίζει αδύναμο να αντιστρέψει την πολιτική αθλιότητα. Η μόνη πίστη μας ως προς αυτή την κρατική παρακμή, όχι βέβαια ως εμπιστοσύνη (confidence, trust), αλλά ως πίστωση (credit), αφορά τις Τράπεζες, που χαίρουν άκρας προστασίας κι έχουν χαΐρι και προκοπή.
Εν κατακλείδι, καθεμιά από τις τρεις επιδήμιες εξουσίες επιβάλλει αγρίως έναν λανθάνοντα πόλεμο κατά του κοινού συμφέροντος· καθεμιά τη διακρίνει ιδιοτέλεια ως ἀφρήτορα, δηλαδή άφυλη προς την κοινή μας φύτρα· καθεμιά ξεσκίζει τον νόμο και το δίκιο, ούσα ἀθέμιστος, παράνομη και άδικη, ουδέποτε υπέρ του αδυνάτου, ώσπου να τη σιχαθούμε ως ανέστια, ξένη, φορτική.
- Κύντατος – κύντατος -άτη, ον (Α)αισχρότατος, αναιδέστατος («καὶ ὅτις μάλα κύντατος ἀνδρῶν ξεινίου αἰδεῑται Ζηνός θέμιν», Απολλ. Ρόδ.).[ΕΤΥΜΟΛ. Υπερθετ. τ. επιθ. < κύων, σχηματισμένος με την κατάλ. -τατος].
Ο Κώστας Θεολόγου είναι Καθηγητής Ιστορίας και Φιλοσοφίας του Πολιτισμού στο ΕΜΠ και Β’ Διευθυντής του Προγράμματος Ευρωπαϊκός Πολιτισμός στο ΕΑΠ