ΕΚΟΥΣΙΑ ΠΛΑΝΗ

Η κοινή παιδεία και τα χαρακτηριστικά του πολίτη στα «Πολιτικά» του Αριστοτέλη (του Κ.Θεολόγου)

Ο Αριστοτέλης εξακολουθεί να τιμάται όπως του αξίζει με συνέδρια, συμπόσια, ημερίδες και κάθε λογής ακαδημαϊκές και επιστημονικές εκδηλώσεις. Βρισκόμαστε, όμως, σε μια περίοδο κρίσης της ελληνικής κοινωνίας, που πλήττει πολλαπλώς τους συμπολίτες μας, όχι μόνο οικονομικά, αλλά πολιτικά, πολιτισμικά και αξιακά. Η εκπαίδευση, η παιδεία, που λέμε, συγκαταλέγεται στα πεδία των παθών μας. Ακόμη μια στροφή στον μεγάλο Σταγειρίτη θα προσέφερε, άραγε, κάποια απάντηση ή κάποια σοφή υπόδειξη για την αναπτέρωση, την ηθική ανάταση ή την κοινωνική ανάταξή μας;

Η στροφή στους Αρχαίους για απαντήσεις σήμερα θαρρώ πως είναι μια εσφαλμένη πρακτική, επειδή εκείνοι συλλογίζονταν με γνώμονα το ιστορικό τοπίο στο οποίο βρίσκονταν. Και οι απόψεις τους αφορούσαν στην κοινωνία ή στην πόλη-κράτος, δηλαδή στην πολιτεία της εποχής τους. Η άποψη του κάθε αρχαίου φιλοσόφου αφορά στον δικό του κόσμο, στο δικό του παρελθόν κοντολογίς στην δική του πραγματικότητα. Οι απόψεις του για την διάκριση των επιστημών θεμελίωσαν κατοπινές θεωρίες επιστημολογίας και φιλοσοφίας της επιστήμης. Η επιστήμη φαίνεται πως έχει ακόμη δεσμούς με τον Αριστοτέλη, λένε, άλλωστε πως είναι ο πρώτος επιστημολόγος. Η ηθική θεωρία του, από την άλλη, απασχόλησε την αρχαιότητα της εποχής του αλλά και τον κατοπινό Μεσαίωνα και η επικαιρότητα της Αριστοτέλειας Ηθικής εξακολουθεί να αποτελεί πεδίο φιλοσοφικής έρευνας. Εφόσον, λοιπόν, στη δική μας την τλήμονα Ελλάδα, ουδέποτε καλλιεργήθηκε η ιδιότητα του πολίτη, αυτή η ρημάδα έννοια της πολιτότητας, το citizenship, η citoyenneté, μήπως, θα ήταν χρήσιμο το να ψάξουμε στην αρχαία σκέψη να βρούμε τα θεσμικά και πολιτικά ίχνη του πολίτη, ο οποίος ζώντας και συμμετέχοντας στην πολιτεία του, στην πόλη του, διδασκόταν την τέχνη να είναι πολίτης,[1] εκπαιδευόταν σε μια διαδικασία κοινής παιδείας και μορφωνόταν με ένα σκοπό, μια εντελέχεια; Μήπως, σε αυτή την αποσπασματική, μιμητική και ίσως ξένη στα καθ’ ημάς παιδεία και εκπαίδευση, οι μεταπολεμικοί νόμοι για τα σχολεία μας σε όλες τις βαθμίδες χρειάζονται μια τέτοια ανάγνωση, μάλλον μια αναδόμηση του νομοθετικού σχεδιασμού, ο οποίος πρέπει να λάβει υπόψη της την κοινή παιδεία και τα χαρακτηριστικά του πολίτη,[2] όπως τα διδάσκει ο φιλόσοφος στα Πολιτικά; Και σκέφτηκα να συμπλέξω προς αυτή την κατεύθυνση τη μάθηση, την εντελέχεια και τον πολίτη, σε ένα εννοιολογικό υφαντό που φαίνεται πως τότε διαμόρφωνε ολοκληρωμένους πολίτες… Αλλά στην ιστορική πορεία, οι πολιτειακές μεταλλάξεις, οι σμικρύνσεις του ανθρώπου σε μεσαιωνικό υπήκοο, οι ενέσεις της νεοτερικότητας και οι ατελείς μεταβάσεις της νεότερης Ελλάδας στον μοντερνισμό και σε έναν οιονεί εκσυγχρονισμό, ο οποίος αποφασιζόταν άνωθεν, και παρέμενε εσαεί ασυγχρόνιστος με τον λαό μας.

Λαμβάνοντας ως δεδομένες τις θέσεις του Αριστοτέλη, ότι δηλαδή

α) η πόλη-κράτος είναι μια φυσική ύπαρξη, η οποία υπερτερεί του ανθρώπου ως ατόμου,

β) σκοπός της πόλης-κράτους εκτός από το ζῆν είναι το εὖ ζῆν και υπέρτατο αγαθό η αὐτάρκεια και

γ) ο άνθρωπος είναι ζώον πολιτικόν, δηλαδή ον που από τη φύση είναι πλασμένο να ζει μέσα πολιτεία, δηλαδή σε μια οργανωμένη κοινωνία με πολίτευμα και νόμους,

ας δούμε το ουτοπικό επιχείρημα αυτής της τοποθέτησής μας.

  1. Για να διαμορφώσουμε πολίτες οφείλουμε πρώτα να θεσπίσουμε την πόλη με το κατάλληλο πολίτευμα, δηλαδή την πολιτεία που επιθυμούμε
  2. Για να έχουν κοινά χαρακτηριστικά οι πολίτες οφείλουμε να τους εκπαιδεύσουμε με κοινή παιδεία
  3. Η σπουδαία πόλη ή κοινωνία- που είναι ευνομούμενη και επιτυχημένη- δεν είναι τέτοια από τύχη, αλλά προκύπτει με γνώση και με πνευματική διάκριση, που οφείλουν να έχουν όσοι αποφασίζουν την πολιτική πορεία της και οι οποίοι προέρχονται από το σώμα των πολιτών της

Συνεπώς: Οι πολίτες οφείλουν να έχουν παιδεία με κοινά χαρακτηριστικά, ώστε να μην χάνεται η επαφή τους με την βιωματική αλήθεια των ετέρων συμπολιτών τους που είναι συνάμα και πολιτειακοί εταίροι τους.

Ο ισχυρισμός του επιχειρήματος είναι ουτοπικός, επειδή οι ρευστές συνθήκες της  παγκοσμιοποίησης και οι μεγάλες κλίμακες της πληροφορίας και της μάθησης, στις οποίες αναπτύσσεται δυνητικά η γνώση, είναι αδύνατον να διαμορφώσουν το πλαίσιο της πολιτείας που επιθυμούμε. Άλλωστε και ο ίδιος ο Σταγειρίτης υποστήριζε ότι ακόμη και για την επίτευξη της θηρευόμενης αυτάρκειας των πολιτών πρέπει α) να πληρούται η προϋπόθεση του κατάλληλου πληθυσμού των πολιτών, αλλιώς ανακύπτουν προβλήματα στην κάλυψη των αναγκαίων αγαθών και β) να μην υπάρχει απόλυτη ενότητα μεταξύ των πολιτών και της πόλεως.[3]        

Α. οι προκείμενες

  1. Για να διαμορφώσουμε πολίτες οφείλουμε πρώτα να θεσπίσουμε την πόλη με το κατάλληλο πολίτευμα, δηλαδή την πολιτεία που επιθυμούμε

Ο Αριστοτέλης στο πρώτο βιβλίο των Πολιτικών του πραγματεύτηκε σε γενικές γραμμές τη ζωή σε μια κοινότητα, καθώς και τη λειτουργία και οργάνωση της απλούστερης μορφής κοινωνικής οργάνωσης, του οἴκου, ενώ στο δεύτερο βιβλίο εξετάστηκαν κριτικά διάφορες πολιτειακές μορφές, θεωρητικές ή ιστορικές. Στα Πολιτικά (1274 b32–1275 b21)[4] αναφέρεται στον προσδιορισμό των εννοιών πόλις και πολίτης ως προϋπόθεση για τη μελέτη των πολιτευμάτων. 

Όποιος θελήσει να μελετήσει τα πολιτεύματα, ποια είναι η φύση κι ο χαρακτήρας του καθενός, πρέπει πρώτα–πρώτα να εξετάσει τι άραγε να σημαίνει η λέξη πόλη. Γιατί τώρα γίνεται συζήτηση γι’ αυτήν, κι άλλοι λένε: (35) η πόλη έκαμε αυτή την πράξη, άλλοι λένε ότι δεν την έκαμε η πόλη, αλλά η ολιγαρχία ή ο τύραννος. Όμως από τ’ άλλο μέρος βλέπουμε πως όλη η δραστηριότητα του πολιτικού και του νομοθέτη στρέφεται γύρω από την πόλη, και το πολίτευμα είναι κάποια οργάνωση εκείνων που κατοικούν σ’ αυτήν. Επειδή δε η πόλη ανήκει στις σύνθετες έννοιες, (40) καθώς και κάθε άλλο αντικείμενο που αποτελεί σύνολο σχηματισμένο από πολλά μέρη, είναι φανερό ότι πρέπει να στρέψουμε πρώτα την έρευνά μας στο πρόβλημα: τι είναι πολίτης, αφού η πόλη αποτελείται από πλήθος πολιτών [1275a]. Πρέπει, λοιπόν, να εξετάσουμε ποιον πρέπει να ονομάζουν πολίτη και τι είναι ο πολίτης. Γιατί και η έννοια «πολίτης» γίνεται πολλές φορές αντικείμενο αμφισβητήσεων, αφού δεν παραδέχονται όλοι ότι αυτό ή εκείνο το άτομο είναι πολίτης. Συμβαίνει δηλ. ώστε, ενώ στη δημοκρατία ένα πρόσωπο θεωρείται πολίτης, στην ολιγαρχία πολλές φορές το ίδιο πρόσωπο να μην είναι πολίτης (5).[5]

Ας αφήσουμε τώρα κατά μέρος αυτούς που παίρνουν αυτή την προσωνυμία με κάποιον άλλο τρόπο, όπως π.χ. τους πολιτογραφημένους (ποιητούς), και καθορίζουμε ότι πολίτης δεν είναι εκείνος που κατοικεί κάπου στην πόλη (αφού εκεί συγκατοικούν και οι μέτοικοι και οι δούλοι), ούτε εκείνοι που έχουν το δικαίωμα, να μπορούν να παρουσιάζονται μπροστά στο δικαστήριο σαν συνήγοροι ή κατηγορούμενοι (10) (αφού αυτό το δικαίωμα το έχουν κι οι πολίτες άλλης πόλης που το αποκτούν δυνάμει συνθηκών με την πόλη) ― το ίδιο άλλωστε ισχύει και στη δική τους πόλη. Σε πολλά μέρη μάλιστα οι μέτοικοι έχουν λιγότερα δικαιώματα απ’ αυτούς και αναγκάζονται να διαλέγουν ανάμεσα στους πολίτες ένα προστάτη, ώστε ελάχιστα δικαιώματα αποκτούν από τέτοιες σχέσεις). Το ίδιο συμβαίνει ακριβώς και με τα παιδιά τα οποία λόγω ηλικίας δεν έχουν εγγραφεί ακόμη στα μητρώα των πολιτών. (15) Επίσης κι οι γέροντες που έχουν υπερβεί ορισμένη ηλικία και δεν κάνουν καμιά δουλειά πρέπει να ονομάζονται από μια άποψη πολίτες, αλλά όχι με την πλήρη σημασία της λέξης, προσθέτοντας για τα παιδιά το χαρακτηρισμό «ατελείς» και για τους γέρους το χαρακτηρισμό «παρηκμασμένοι» ή κάτι άλλο παρόμοιο, αφού δε μας ενδιαφέρουν οι λέξεις, αλλά η έννοιά τους που είναι ξεκάθαρη. Εκείνο που αναζητούμε είναι ο ακριβής προσδιορισμός της έννοιας του τέλειου πολίτη (20) που να είναι απαλλαγμένος από κάθε ελάττωμα που θα είναι ανάγκη να διορθωθεί, αφού και γι’ αυτούς που έχουν χάσει τα πολιτικά τους δικαιώματα και για τους εξόριστους γεννιούνται παρόμοιες απορίες, αν και ως ποιο βαθμό είναι πολίτες, οι οποίες πρέπει να βρουν τη λύση τους. Πολίτης με την πιο ακριβή σημασία του όρου είναι εκείνος που έχει το δικαίωμα να γίνεται δικαστής ή άρχοντας.[6]

  1. Για να έχουν κοινά χαρακτηριστικά οι πολίτες οφείλουμε να τους εκπαιδεύσουμε με κοινή παιδεία

«…τις όμως είναι η (προσήκουσα) παιδεία και κατά τίνα τρόπον (35) πρέπει οι νέοι να εκπαιδεύωνται, δεν πρέπει να μείνη ακαθόριστον…»[7]

Για τον σταγειρίτη η εκπαίδευση ήταν θεσμός κοινωνικός: «Το σπουδαίαν είναι την πόλιν ουκέτι τύχης έργον, αλλά επιστήμης και προαιρέσεως[8]… Ανάγκη ουν σκεπτέον πώς ανήρ γίνεται σπουδαίος….αγαθοί και σπουδαίοι γίνονται οι άνθρωποι δια τριών, έστι δε ταύτα τα τρία φύσις, έθος, λόγος…το δε λοιπόν έργον παιδείας….»[9] (Πολιτικά, 1332 a30–b10).

Ποιοι, λοιπόν, είναι οι στόχοι της παιδείας, ποιος είναι ο σκοπός της διδασκαλίας καθενός από τα μαθήματα των εγκυκλίων σπουδών, κοντολογίς ποια είναι η αγωγή που διαμορφώνει ελεύθερους πολίτες; Ο Αριστοτέλης στοχάζεται πάνω στο άριστο πολίτευμα

στο έβδομο και στο όγδοο βιβλίο των Πολιτικών. Συμπεραίνει ότι προϋπόθεση για την συγκρότηση και την εξέλιξη του άριστου πολυτεύτματος είναι η κατάλληλη παιδεία, και συνεπώς οι νέοι πρέπει να μορφώνονται κατά πως αρμόζει στο πολίτευμα της πόλης τους, διότι η παραμέληση της αγωγής των πολιτών αποβαίνει επιβλαβής για το ίδιο το πολίτευμα. Συνάμα όμως είναι αναγκαία η κοινή διαπαιδαγώγηση σε όλους τους πολίτες, εφόσον κοινοί είναι και οι στόχοι της πόλης. Εν συνεχεία παραθέτει τις σκέψεις του πόψεις του για το συγκεκριμένο πρόγραμμα της αγωγής που διαμορφώνει αληθινά ελεύθερους πολίτες (Πολ. 1337a33–1340b19:). «…σήμερα υπάρχει διαφωνία ως προς το εκπαιδευτικό πρόγραμμα που πρέπει να εφαρμοσθεί, αφού δεν παραδέχονται όλοι ότι τα ίδια πρέπει να μαθαίνουν οι νέοι ούτε όταν την αρετή, ούτε όταν τον άριστο βίο πρόκειται να επιδιώξουν, ούτε είναι ξεκαθαρισμένο αν η παιδεία πρέπει να έχει στόχο της την ανάπτυξη του πνεύματος μάλλον ή την διάπλαση του ήθους της ψυχής (40). Από τις συγκεχυμένες αυτές γνώμες παρεμποδίζεται η ανεύρεση του σωστού παιδαγωγικού συστήματος και δε μπορούμε να ξεύρουμε τι πρέπει να επιδιώκουμε: τα χρήσιμα για τη ζωή, τα σχετικά με την απόκτηση αρετής, ή τα περιττά στολίδια; Γιατί το καθένα απ’ αυτά έχει τους υποστηριχτές και τους επικριτές του [1337b]. Κι ούτε για τα σχετικά με την αρετή υπάρχει ομοφωνία αφού δεν τιμούν όλοι την ίδια αρετή, αλλά ο καθένας έχει διαφορετική έννοια γι’ αυτή κι επομένως δικαιολογημένα διαφωνούν για τον τρόπο με τον οποίο αυτή ασκείται…»[10]

«Τα καθιερωμένα, επομένως, μαθήματα, όπως ειπώθηκε και προηγουμένως, είναι αμφιλεγόμενα. Τέσσερα περίπου είναι τα είδη των μαθημάτων με τα οποία συνηθίζουν να εκπαιδεύουν τους νέους: τα γράμματα, η γυμναστική, η μουσική και τέταρτο η ιχνογραφία που την διδάσκουν μερικοί. (25) Την γραμματική και την ιχνογραφία τις διδάσκουν επειδή είναι χρήσιμες και εξυπηρετούν πολλές ανάγκες της ζωής. Τη γυμναστική, επειδή συντείνει στην ανδρεία. Όσον αφορά τη μουσική θα μπορούσε κανείς να διατυπώσει απορία σήμερα για ποιο λόγο διδάσκεται, αφού στη σημερινή εποχή οι περισσότεροι την χρησιμοποιούν για διασκέδαση. (30) Οι αρχαίοι όμως νομοθέτες την είχαν ορίσει σαν παράγοντα της παιδείας γιατί η ίδια η φύση αποζητεί, όπως είπαμε πολλές φορές, ο άνθρωπος να μη μπορεί να χρησιμοποιεί μονάχα σωστά το χρόνο της εργασίας, αλλά να περνά ωραία και το χρόνο της ανάπαυσής του. Επειδή η φύση, για να το ξαναπούμε και πάλι, είναι η αρχή όλων των πραγμάτων…»[11]

«Αφού όλες οι επιστήμες κι οι τέχνες έχουν θέσει τελικό σκοπό τους ένα αγαθό, (15) τότε το μεγαλύτερο αγαθό στον υπέρτατο βαθμό του πρέπει να αποτελεί τελικό σκοπό εκείνης που κυριαρχεί πάνω απ’ όλες τις άλλες. Κι αυτή είναι η πολιτική δύναμη. Και αγαθό στην πολιτική είναι η δικαιοσύνη, δηλ. το κοινό συμφέρον. Και όλοι οι άνθρωποι βλέπουν μέσα στην έννοια της δικαιοσύνης κάποιαν ισότητα και, ως ένα σημείο τουλάχιστον, συμφωνούν με τις φιλοσοφικές θεωρίες που έχουν καθοριστεί στα «Ηθικά». (20) Τι είναι δηλ. δίκαιο και σε ποιους πρέπει να εφαρμόζεται, και ότι πρέπει να ισχύει η ισότητα μεταξύ ίσων. Και δεν πρέπει να μας διαφεύγει σε ποιους πρέπει να εφαρμόζεται η ισότητα και σε ποιους η ανισότητα, γιατί αυτό το ζήτημα γεννά απορίες και αφορά την πολιτική φιλοσοφία…»[12]

  1. Η σπουδαία πόλη ή κοινωνία που είναι ευνομούμενη και επιτυχημένη δεν είναι τέτοια από τύχη, αλλά προκύπτει με γνώση και με πνευματική διάκριση, που οφείλουν να έχουν όσοι αποφασίζουν την πολιτική πορεία της και οι οποίοι προέρχονται από το σώμα των πολιτών της.

Ποια είναι τα θεμέλια της διεκδίκησης των πολιτικών αξιωμάτων; Ποιοι πολίτες μπορούν και πρέπει να ασκούν την εξουσία στην πόλη;  (Πολ. 1281a11–1284b34).

«Ίσως θα μπορούσε να πει κανείς ότι τα πολιτικά αξιώματα πρέπει να απονέμονται άνισα και με βάση την υπεροχή ως προς κάποιο αγαθό, (25) αν σ’ όλα τ’ άλλα δεν διαφέρουν καθόλου, αλλά είναι απολύτως όμοιοι. [ceteris paribus δηλαδή] Πραγματικά οι διαφορετικοί άνθρωποι έχουν διαφορετικά δικαιώματα και διαφορετική αξία. Όμως, αν αυτή η αρχή είναι αληθινή, τότε όσοι υπερέχουν ως προς το χρώμα, το ανάστημα και οποιοδήποτε άλλο χαρακτηριστικό, θα έπρεπε να έχουν περισσότερα πολιτικά δικαιώματα, ανάλογα με το βαθμό της υπεροχής τους. (30) Αλλά μήπως αυτό αποτελεί ολοφάνερη πλάνη; Και γίνεται φανερό από τις άλλες επιστήμες και ικανότητες; Αν δηλαδή, μοιράσουμε αυλούς σε αυλητές που κατέχουν την τέχνη τους στον ίδιο βαθμό, δεν πρέπει να δώσουμε τους καλύτερους αυλούς σ’ αυτούς που έχουν ευγενέστερη καταγωγή, γιατί αυτοί δε θα παίξουν καλύτερα γι’ αυτή την αιτία, αλλά, αντίθετα, πρέπει να δίνουμε τους ανώτερης ποιότητας αυλούς, σ’ αυτούς που υπερέχουν στην εκτέλεση του έργου. (35) Κι αν αυτό που θέλουμε να πούμε δεν έγινε φανερό, θα γίνει πιο ξεκάθαρο αν προχωρήσουμε περισσότερο…. Βλέπουμε ότι και στον τομέα της πολιτικής, δε μπορούμε να στηριχθούμε σε καμιά ανισότητα για τη διεκδίκηση των πολιτικών αξιωμάτων. (Αν λ.χ. άλλοι είναι αργοί, κι άλλοι είναι γρήγοροι, αυτός δεν είναι λόγος για να έχουν οι πρώτοι ή οι δεύτεροι περισσότερα ή λιγότερα δικαιώματα στην εξουσία, αφού στους γυμνικούς αγώνες ανταμείβεται αυτή η διαφορά), (15) αλλά πρέπει η διεκδίκηση των αξιωμάτων να γίνεται αναγκαστικά με βάση τα στοιχεία από τα οποία απαρτίζεται η πόλη. Γι’ αυτό δικαιολογημένα διεκδικούν αυτές τις τιμές και οι ευγενείς κι οι ελεύθεροι κι οι πλούσιοι. Πρέπει, βέβαια, οι ελεύθεροι να έχουν και κάποιο εισόδημα (αφού η πόλη δεν είναι δυνατό να υπάρξει μόνο από φτωχούς, όπως και μόνο από δούλους). Κι αν αυτά είναι απαραίτητα να υπάρχουν, (20) είναι φανερό ότι είναι απαραίτητα επίσης και η δικαιοσύνη και η πολεμική αρετή. Γιατί χωρίς αυτές δεν είναι δυνατό να διατηρηθεί η πόλη. Κι αν χωρίς τα δύο πρώτα είναι αδύνατο να υπάρξει πόλη, χωρίς τα δύο τελευταία είναι αδύνατο να κυβερνηθεί με καλό τρόπο.»[13]

Η φύση όλων των όντων καθορίζεται από το τέλος κατ’ Αριστοτέλη […] Το τέλος, το «οὗ ἕνεκα» αποδίδει σε κάθε ον τη μορφή του, το είδος, την πληρότητά του. Για τούτο το τέλος είναι το βέλτιστον. Αυτό σημαίνει ότι, όταν ένα ον φθάσει στην πληρότητά του, τότε πραγματώνει τη φύση του, κα καθίσταται αὔταρκες. «Ἡ δ’ αὐτάρκεια καὶ τέλος καὶ βέλτιστον» (Πολιτικά 1253a). Επομένως η φύση των όντων (φυτών, ζώων και ανθρώπου) είναι δυνατόν να κατανοηθεί, όταν προσέξουμε όχι μόνον το τι είναι το κάθε ον κατά τη γέννησή του, αλλά, αν θεωρήσουμε αυτό κάτω από την προοπτική των δυνατοτήτων του, οι οποίες, όπως είναι φανερό, είναι δυνατόν να πραγματοποιηθούν μόνον στο μέλλον.[14] Έτσι και στην εκπαίδευση των πολιτών πρέπει να καθορίζεται από το τέλος της, από τον σκοπό της. «….έχει αποδειχθεί ότι μερικά από τα χρήσιμα μαθήματα όπως π.χ. τη γραμματική πρέπει να τα διδάσκουμε στα παιδιά, όχι μονάχα επειδή είναι χρήσιμα καθ’ εαυτά, (40) αλλά επειδή μέσω αυτών είναι ενδεχόμενο ν’ αποκτήσουν κι άλλες γνώσεις. Ομοίως και την ιχνογραφία πρέπει να τους διδάσκουμε, όχι για να μη κάνουν λάθη στην εκτίμηση των πραγμάτων …. [1338b] αλλά μάλλον επειδή η μόρφωση αυτή κάνει τους ανθρώπους πιο ευαίσθητους στην εκτίμηση των ωραίων σωμάτων. Το να ζητεί κανείς παντού το χρήσιμο ελάχιστα ταιριάζει στους μεγαλόψυχους κι ελεύθερους ανθρώπους.» Πώς να σταθούμε απέναντι σε αυτή την αριστοτέλεια άποψη, όταν σχεδόν τα πάντα στη σημερινή εκπαίδευση -και οι πάντες στην εκπαίδευση- επιμένουν σε μια πιστοποίηση σπουδών για αγοραστική ή επαγγελματική και οπωσδήποτε χρηστική αξιοποίηση;

Εφόσον κάθε κοινωνία αποσκοπεί σε κάποιο αγαθό, το κράτος, που είναι η υπέρτατη και καθολικότερη μορφή κοινωνίας, πρέπει να αποσκοπεί στο υπέρτατο αγαθό. Η τελεολογική αυτή άποψη του Αριστοτέλη χαρακτηρίζει συστηματικά όλη τη σκέψη του. Το νόημα και ο χαρακτήρας κάθε πράγματος στον κόσμο- έμβιο, εργαλείο ή κοινωνία-  πρέπει να τα αναζητούμε στον σκοπό της ύπαρξής του. Στην περίπτωση ενός εργαλείου πρόκειται για το σκοπό που επιθυμεί ο χρήστης του και, σύμφωνα με αυτόν το σκοπό, η μορφή του εργαλείου επιβάλλεται στη ύλη του έξωθεν. Στην περίπτωση ενός έμβιου όντος ή μιας κοινωνίας ο σκοπός είναι ενυπάρχων: για το φυτό είναι η αύξηση και η αναπαραγωγή, για το ζώο η αίσθηση και η όρεξη που επικαλύπτει την ηθική ζωή, για τον άνθρωπο και για την ανθρώπινη κοινωνία ο λόγος και η ηθική που επικαλύπτουν τόσο τη φυτική ζωή όσο και τη ζωική δράση. Η ερμηνεία των όντων δεν πρέπει να αναζητείται στην αρχή της ανάπτυξής τους, αλλά στην τελική μορφή προς την οποία κατατείνει· η φύση τους προκύπτει από τον προορισμό και όχι από την προέλευσή τους.[15] Ο προορισμός της εκπαίδευσης είναι η απόδοση κοινών χαρακτηριστικών στους πολίτες.

Συμπέρασμα: Οι πολίτες οφείλουν να έχουν παιδεία με κοινά χαρακτηριστικά, ώστε να μην χάνεται η επαφή τους με την βιωματική αλήθεια των ετέρων συμπολιτών τους.

Άρα, δεν πρέπει να χάνεται η βιωματική αλήθεια των ετέρων και εταίρων-συμπολιτών τους, κάτι που συμβαίνει αναποδράστως, όταν οι ολιγαρχικές ομάδες ή οι ελίτ που εμβαπτίζονται σε αλλότριες της πόλεως αξίες και σε είδη πολιτείας αλλότρια της οικείας πατρίδας θα αποκτήσουν, θα υιοθετήσουν α-σύγχρονες αντιλήψεις και θα επιχειρήσουν α-σύγχρονα σχέδια. Αυτή αποτελεί μια βασική αιτία για την παταγώδη αποτυχία του εκσυγχρονισμού της χώρας, που οφείλεται κοντολογίς στην κραυγαλέα έλλειψη συγχρονισμού μεταξύ αρχόντων και αρχομένων, κυβερνώντων και κυβερνωμένων… Φαίνεται πως το αριστοτελικό «κοινή συμφέρον» πρέπει να ενσαρκώνεται από πολίτες με κοινά χαρακτηριστικά, που τα αποκτούν από την κοινή παιδεία, από την κοινή κουλτούρα και από την αδιάρρηκτη σχέση τους με τους οικείους της πατρίδας συμπολίτες τους, με την Εκκλησία του Δήμου, η οποία στην νεότερη Ελλάδα είναι συνάμα και μια Εκκλησία πιστών. Αλλά τούτο από μόνο του είναι μια άλλη σπουδαία και καίρια συζήτηση.

[1] Η αρχαία πόλη-κράτος ήταν ένας θεσμός πολιτικής συμμετοχής στην δημοκρατία, που ήταν το πολίτευμα της, ενώ το νεότερο έθνος-κράτος περιχαρακώνει με τα σύνορά του έννοιες «ιδιοκτησίας» και χαρακτηριστικά ταυτότητας.

[2] Το εγχείρημά μου απλοποιήθηκε πολύ αξιοποιώντας έτοιμο το υπάρχον υλικό των μεταφράσεων στα Πολιτικά του Αριστοτέλη από τους Π. Λεκατσά και Β. Μοσκόβη,  στον ιστότοπο της Πύλης για την Ελληνική Γλώσσα,  https://www.greek-language.gr/greekLang/ancient_greek/tools/corpora/translation/contents.html?authors_id=4#toc002 (10.4.2017)

[3] Ἀριστοτέλους, Πολιτικὰ, Β 2, 1261 b 11-15.

[4] Μτφ. Π. Λεκατσάς. [1939] χ.χ. Αριστοτέλης. Πολιτικά. Ι–ΙΙ. Αθήνα: Ζαχαρόπουλος.

[5] Τῷ περὶ πολιτείας ἐπισκοποῦντι, καὶ τίς ἑκάστη καὶ ποία τις, σχεδὸν πρώτη σκέψις περὶ πόλεως ἰδεῖν, τί ποτέ ἐστιν ἡ πόλις. νῦν γὰρ ἀμφισβητοῦσιν, οἱ μὲν φάσκοντες (35) τὴν πόλιν πεπραχέναι τὴν πρᾶξιν, οἱ δ’ οὐ τὴν πόλιν ἀλλὰ τὴν ὀλιγαρχίαν ἢ τὸν τύραννον· τοῦ δὲ πολιτικοῦ καὶ τοῦ νομοθέτου πᾶσαν ὁρῶμεν τὴν πραγματείαν οὖσαν περὶ πόλιν,ἡ δὲ πολιτεία τῶν τὴν πόλιν οἰκούντων ἐστὶ τάξις τις. ἐπεὶ δ’ ἡ πόλις τῶν συγκειμένων, καθάπερ ἄλλο τι τῶν ὅλων (40) μὲν συνεστώτων δ’ ἐκ πολλῶν μορίων, δῆλον ὅτι πρότερον ὁ πολίτης ζητητέος· ἡ γὰρ πόλις πολιτῶν τι πλῆθός ἐστιν. [1275a] ὥστε τίνα χρὴ καλεῖν πολίτην καὶ τίς ὁ πολίτης ἐστὶ σκεπτέον. καὶ γὰρ ὁ πολίτης ἀμφισβητεῖται πολλάκις· οὐ γὰρ τὸν αὐτὸν ὁμολογοῦσι πάντες εἶναι πολίτην· ἔστι γάρ τις ὃς ἐν δημοκρατίᾳ πολίτης ὢν ἐν ὀλιγαρχίᾳ πολλάκις (5) οὐκ ἔστι πολίτης (1274b-1275a)  Μτφ. Β. Μοσκόβης. 1989. Αριστοτέλους Πολιτικά. Ι–ΙΙ. Αθήνα: Νομική Βιβλιοθήκη.

[6] Όπ. παρ.

[7] Μτφ. Π. Λεκατσάς,… Αριστοτέλους Πολιτικά. Όπ. παρ.

[8] Ο όρος προαίρεση για τον Αριστοτέλη σημαίνει την ικανότητα του ανθρώπου να επιλέγει ελεύθερα και με δική του ευθύνη τον δρόμο που κρίνει σωστό.

[9] Το να είναι μια κοινωνία σπουδαία (ευνομούμενη  και επιτυχημένη)  δεν είναι έργο  της τύχης  αλλά της γνώσης και των επιλογών που κάνουν όποιοι  αποφασίζουν την πολιτική πορεία της….  Είναι ανάγκη λοιπόν να σκεφτούμε  πώς γίνονται οι πολίτες σπουδαίοι (ώστε να εργάζονται  για την ευνομία και επιτυχία της κοινωνίας τους)….Αγαθοί λοιπόν και σπουδαίοι γίνονται οι άνθρωποι με τη συνέργια τριών παραγόντων,  που είναι: η φύση τους (κληρονομικότητα), οι εθισμοί που δέχονται, η λογική τους ικανότητα….Τα υπόλοιπα (δηλαδή η καλλιέργεια των φυσικών δυνατοτήτων, των επιθυμητών εθισμών, της λογικής ικανότητας) είναι έργο παιδείας…. Μτφ. Π. Λεκατσάς. [1939] χ.χ. Αριστοτέλης. Πολιτικά. Όπ. παρ.

[10] Μτφ. Β. Μοσκόβης. 1989. Αριστοτέλους Πολιτικά,.όπ. παρ.

[11]     Αἱ μὲν οὖν καταβεβλημέναι νῦν μαθήσεις, καθάπερ ἐλέχθη πρότερον, ἐπαμφοτερίζουσιν· ἔστι δὲ τέτταρα σχεδὸν ἃ παιδεύειν εἰώθασι, γράμματα καὶ γυμναστικὴν καὶ μουσικὴν καὶ (25) τέταρτον ἔνιοι γραφικήν, τὴν μὲν γραμματικὴν καὶ γραφικὴν ὡς χρησίμους πρὸς τὸν βίον οὔσας καὶ πολυχρήστους, τὴν δὲ γυμναστικὴν ὡς συντείνουσαν πρὸς ἀνδρείαν· τὴν δὲ μουσικὴν ἤδη διαπορήσειεν ἄν τις. νῦν μὲν γὰρ ὡς ἡδονῆς χάριν οἱ πλεῖστοι μετέχουσιν αὐτῆς· οἱ δ’ ἐξ ἀρχῆς ἔταξαν ἐν παι(30) δείᾳ διὰ τὸ τὴν φύσιν αὐτὴν ζητεῖν,  περ πολλάκις εἴρηται, μὴ μόνον ἀσχολεῖν ὀρθῶς ἀλλὰ καὶ σχολάζειν δύνασθαι καλῶς. αὕτη γὰρ ἀρχὴ πάντων μία· καὶ πάλιν εἴπωμεν περὶ αὐτῆς. Μτφ. Β. Μοσκόβης. 1989. Αριστοτέλους Πολιτικά,.όπ. παρ.

[12] Ἐπεὶ δ’ ἐν πάσαις μὲν ταῖς ἐπιστήμαις καὶ τέχναις (15) ἀγαθὸν τὸ τέλος, μέγιστον δὲ καὶ μάλιστα ἐν τῇ κυριωτάτῃ πασῶν, αὕτη δ’ ἐστὶν ἡ πολιτικὴ δύναμις, ἔστι δὲ πολιτικὸν ἀγαθὸν τὸ δίκαιον, τοῦτο δ’ ἐστὶ τὸ κοινῇ συμφέρον, δοκεῖ δὲ πᾶσιν ἴσον τι τὸ δίκαιον εἶναι, καὶ μέχρι γέ τινος ὁμολογοῦσι τοῖς κατὰ φιλοσοφίαν λόγοις, ἐν οἷς (20) διώρισται περὶ τῶν ἠθικῶν (τὶ γὰρ καὶ τισὶ τὸ δίκαιον, καὶ δεῖν τοῖς ἴσοις ἴσον εἶναί φασιν), ποίων δὴ ἰσότης ἐστὶ καὶ ποίων ἀνισότης, δεῖ μὴ λανθάνειν. ἔχει γὰρ τοῦτ’ ἀπορίαν καὶ φιλοσοφίαν πολιτικήν…. Μτφ. Β. Μοσκόβης. 1989. Αριστοτέλους Πολιτικά. Όπ. παρ.

[13] Μτφρ. Β. Μοσκόβης, 1989, Αριστοτέλης. Πολιτικά. Όπ. παρ.

[14] Κ. Βουδούρης, 1997, «Η ανθρώπινη φύση και η γένεση της κοινωνίας», στο: Αριστοτέλης: Οντολογία, Γνωσιοθεωρία, Ηθική, Πολιτική Φιλοσοφία,  Δ. Ζ. Ανδριόπουλος (επιμ.), Αθήνα: Παπαδήμα, σ. 33

[15] W. D. Ross, 1993, Αριστοτέλης, μτφ. Μ. Μητσού, Αθήνα: ΜΙΕΤ, σ. 335-6

Κώστας Θεολόγου

Ο Κώστας Θεολόγου είναι Αναπληρωτής Καθηγητής Ιστορίας και Φιλοσοφίας του Πολιτισμού και Διευθυντής του Τομέα Ανθρωπιστικών, Κοινωνικών Επιστημών και ΔΙκαίου στη Σχολή ΕΜΦΕ του Εθνικού Μετσοβίου Πολυτεχνείου. Γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη τον Οκτώβριο του 1960 και αποφοίτησε από το Πειραματικό Σχολείο του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης. Σπούδασε Νομικά και Πολιτική Επιστήμη στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. Έκανε μεταπτυχιακές σπουδές στο Πανεπιστήμιο της Σορβόνης (Paris-I, Pantheon Sorbonne) στην Κοινωνική Ιστορία και Κοινωνική Θεωρία με τον Jean-Marie Vincent, εισηγητή της Σχολής της Φραγκφούρτης στη Γαλλία. Το διδακτορικό δίπλωμά του από τον Τομέα Ανθρωπιστικών, Κοινωνικών Επιστημών και Δικαίου της Σχολής Εφαρμοσμένων Μαθηματικών και Φυσικών Επιστημών του ΕΜΠ (2006) εστιάζει στις κοινωνικές ταυτότητες και στην Κοινωνιολογία του Πολιτισμού σε πολυεθνικά αστικά περιβάλλοντα. Διδάσκει σε προπτυχιακά και μεταπτυχιακά προγράμματα σπουδών στο Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο και σε άλλα πανεπιστήμια. Έχει διδάξει στην τριτοβάθμια ιδιωτική και στη δευτεροβάθμια δημόσια εκπαίδευση. Έχει δημοσιεύσει μονογραφίες, μεταφράσεις, συγγράμματα και έχει επιμεληθεί σημειώσεις μαθημάτων για διδακτικές ανάγκες. Έχουν δημοσιευθεί ή βρίσκονται υπό έκδοση εργασίες του (άρθρα ή κεφάλαια) σε ξενόγλωσσα και ελληνικά περιοδικά ή συλλογικούς τόμους. Κριτικά σχόλιά του για νέες εκδόσεις έχουν δημοσιευθεί στα περιοδικά Εντευκτήριο, Διαβάζω, Το Δέντρο, Οδός Πανός κ.α. Κείμενά του βρίσκονται επίσης στα περιοδικά Αντί, Μουσική, Άρδην, Νέμεσις και στις εφημερίδες Μακεδονία, Η Εφημερίδα των Συντακτών, Η Αυγή, Τα Νέα κ.α.

Σχετικά άρθρα

Back to top button