ΕΚΟΥΣΙΑ ΠΛΑΝΗ

Αεί κοράσιον (του Κώστα Θεολόγου)

Η μνήμη είναι βασική λειτουργία της ανθρώπινης υπόστασης και του ανθρώπινου πολιτισμού· στα καθ’ ημάς, μάλιστα, στην ορθόδοξη εκκλησία μας, υπάρχουν τελετές μνήμης, όπως τα μνημόσυνα για να θυμόμαστε τους τεθνεώτες εν τη απουσία τους.

Αυτό, άλλωστε, συνιστά και την ουσία της παράδοσης, η οποία περιεκτικά, ας πούμε, πως είναι η σχέση που διατηρούμε εμείς οι ζώντες με τους νεκρούς προγόνους και τους μέλλοντες να γεννηθούν απογόνους μας. Η τελετή μνήμης προφέρει ευκαιρία να συντηρούμε τους κοινοτικούς δεσμούς μας, και ως κοινότητα εννοώ την ευρύτερη οικογένεια, τη γειτονιά, την ενορία, τους φίλους μας. Την Κυριακή, λοιπόν, στις 16 του Φλεβάρη, στην ενορία του Αγίου Νικολάου στην Ξηροκρήνη της λαϊκής Θεσσαλονίκης, μνημονεύσαμε τη μαμά μου, την Κωνσταντία, που ήταν καλό κορίτσι, με την ουσιαστική σημασία του καλού παιδιού. Η Ντίνα γέννησε τρία αγόρια, τον Γιάννη, που πέθανε πριν γεννηθούμε εμείς οι επόμενοι δυο, ο Κώστας και ο Ευριπίδης. Δεν θα αναφερθώ στην ονοματοδοσία μας, τραγική ιστορία, ανάμεσα σε άλλες τέτοιες petites histoires, των δεκαετιών του ’50 και του ’60. Άφησε τρία εγγόνια, τον Στέργιο, την Κωνσταντίνα και τον Γιάννη-Άγγελο.

Πίσω της η μαμά μου δεν άφησε κανένα χρέος! Ένα μόνο χρέος είχε, το κοινόφλητο χρέος, το κοινό χρέος όλων μας απέναντι στον θάνατο· και τούτο το πλήρωσε στις 11 Ιανουαρίου 2020, στις εννέα το πρωί. Δεν χρωστούσε τίποτα σε κανένα, μόνον εμείς της χρωστούσαμε και θα της χρωστάμε πολλά, ρητά και άλλα ανομολόγητα. Ήταν κορίτσι παντοτινό, ανιδιοτελές, αφανώς στηρίζοντας όλους μας, σύζυγο, τέκνα και εγγόνια, χωρίς την παραμικρή συμπεριφορά ή διάθεση αυτοπροβολής. Δεν είπε ποτέ «βαριέμαι». Ήταν ταμένη να εργάζεται και να υπηρετεί μέχρι πέρατος ό,τι της ανετίθετο, από τα οικοκυρικά μέχρι κάποια εργασιακά καθήκοντα στη βιομηχανία. Ως πιστή ήταν συνεπής στη σχέση της με την προσευχή, χωρίς να πηγαίνει προγραμματισμένα στην εκκλησία, αλλά επικαλείτο τακτικά την Αγία Ειρήνη, τον Άγιο Ραφήλ και τον Άγιο Νικόλαο, τους τρεις θεράποντες αγίους.

Ήταν λιτή, δωρική, σπαρτιάτισσα, δεν αγόραζε πράγματα για τον εαυτό της, αλλά προσέφερε αφειδώς για τα παιδιά και τα εγγόνια της. Ως απλό σχεδόν αναλφάβητο κορίτσι- και στο λαϊκό περιβάλλον όπου ζούσε- υπήρξε ταπεινή, αλλά διακρινόταν από όλες και από όλους για την ευγένεια και την σιωπηλή ιδιαιτερότητα της αριστοκρατικής, εντέλει, συμπεριφοράς της. Έτσι, ως πένης, ορφανή από την ευβοιώτισσα μάνα και υιοθετημένη από ζευγάρι προσφύγων στον εβραϊκό μαχαλά της Θεσσαλονίκης, έζησε ζόρικα παιδικά χρόνια. Ωστόσο, αργόσυρτα και σταδιακά κατακτούσε ανεπαισθήτως μιαν ανώτερη κατάσταση ύπαρξης και επέλεγε μιαν ηθικά ανυψωμένη στάση ζωής, χωρίς να έχει συνείδηση αυτής της αξιακής εξάχνωσης της. Δεν μας «κρατούσε ποτέ μούτρα», δεν είχε τέτοιο ύφος, ούτε τέτοια αξίωση, απλώς προσπερνούσε τα εκφραστικά και συμπεριφορικά αγκάθια της καθημερινότητας ωσεί μη γενόμενα.

Δεν είπε ποτέ κακή κουβέντα για άνθρωπο, δεν έλεγε άλλωστε κακές λέξεις και μας απαγόρευε να τις λέμε κι εμείς. Ο αδελφός μου, μάλιστα, ακόμη και τώρα, δεν τις εκστομίζει. Εγώ, ως οδηγός μοτοσικλέτας, είμαι κάπως αθυρόστομος. Ως τέτοιος παραφερόμουν, ενίοτε, και της φώναζα και μετά ζητούσα «συγγνώμη μαμά». Η απάντησή της ήταν «Έλα, βρε, αγόρι μου, δεν χρειάζεται να μου ζητάς συγγνώμη, αφού είσαι παιδί μου είσαι και είμαι η μάνα σου». Έτσι, μου δίδαξε την ουσία της συγχώρεσης, δηλαδή της συνύπαρξης των ανθρώπων στον ίδιο χώρο, δηλαδή του συν + χωρώ. Για να συγχωράς, πρέπει πρωτίστως να αγαπάς, η συγχώρεση δεν είναι μια διαδικασία σεβασμού των ορίων του άλλου, όπως θεωρούμε σύμφωνα με τα προτάγματα του Διαφωτισμού, ούτε η ελευθερία μας τελειώνει εκεί όπου αρχίζει η ελευθερία του άλλου. Η συνύπαρξή μας είναι μια διαδικασία συγχώρεσης και προϋποθέτει απολύτως την αγάπη, αλλιώς δεν θα συνυπάρξουμε ποτέ. Δεν είναι ζήτημα χωρικό και ορίων, είναι ζήτημα περιχώρησης και αγάπης. Αυτό το μάθημα ή δίδαγμα είναι προϊόν αναστοχασμού της μαμάς μου, λόγω της απουσίας της, και ίσως τούτο να είναι ένα ακόμη τεκμήριο της σημασίας ενός μνημόσυνου.

Κώστας Θεολόγου

Ο Κώστας Θεολόγου είναι Αναπληρωτής Καθηγητής Ιστορίας και Φιλοσοφίας του Πολιτισμού και Διευθυντής του Τομέα Ανθρωπιστικών, Κοινωνικών Επιστημών και ΔΙκαίου στη Σχολή ΕΜΦΕ του Εθνικού Μετσοβίου Πολυτεχνείου. Γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη τον Οκτώβριο του 1960 και αποφοίτησε από το Πειραματικό Σχολείο του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης. Σπούδασε Νομικά και Πολιτική Επιστήμη στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. Έκανε μεταπτυχιακές σπουδές στο Πανεπιστήμιο της Σορβόνης (Paris-I, Pantheon Sorbonne) στην Κοινωνική Ιστορία και Κοινωνική Θεωρία με τον Jean-Marie Vincent, εισηγητή της Σχολής της Φραγκφούρτης στη Γαλλία. Το διδακτορικό δίπλωμά του από τον Τομέα Ανθρωπιστικών, Κοινωνικών Επιστημών και Δικαίου της Σχολής Εφαρμοσμένων Μαθηματικών και Φυσικών Επιστημών του ΕΜΠ (2006) εστιάζει στις κοινωνικές ταυτότητες και στην Κοινωνιολογία του Πολιτισμού σε πολυεθνικά αστικά περιβάλλοντα. Διδάσκει σε προπτυχιακά και μεταπτυχιακά προγράμματα σπουδών στο Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο και σε άλλα πανεπιστήμια. Έχει διδάξει στην τριτοβάθμια ιδιωτική και στη δευτεροβάθμια δημόσια εκπαίδευση. Έχει δημοσιεύσει μονογραφίες, μεταφράσεις, συγγράμματα και έχει επιμεληθεί σημειώσεις μαθημάτων για διδακτικές ανάγκες. Έχουν δημοσιευθεί ή βρίσκονται υπό έκδοση εργασίες του (άρθρα ή κεφάλαια) σε ξενόγλωσσα και ελληνικά περιοδικά ή συλλογικούς τόμους. Κριτικά σχόλιά του για νέες εκδόσεις έχουν δημοσιευθεί στα περιοδικά Εντευκτήριο, Διαβάζω, Το Δέντρο, Οδός Πανός κ.α. Κείμενά του βρίσκονται επίσης στα περιοδικά Αντί, Μουσική, Άρδην, Νέμεσις και στις εφημερίδες Μακεδονία, Η Εφημερίδα των Συντακτών, Η Αυγή, Τα Νέα κ.α.

Σχετικά άρθρα

Back to top button