Nbaxevanis

Europlan
KOSA
STORIES

1998-1999: Πόλεμος του Κοσσυφοπεδίου

DROP 2 DROP 2
DROP Palermo TECH HUB

Ο πόλεμος του Κοσόβου ήταν η ένοπλη σύγκρουση στο Κοσσυφοπέδιο που διήρκεσε από τις 28 Φεβρουαρίου 1998 μέχρι τις 11 Ιουνίου 1999.

Τα αντίπαλα στρατόπεδα ήταν οι δυνάμεις της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γιουγκοσλαβίας (τότε περιλάμβανε το Μαυροβούνιο και τη Σερβία), που έλεγχε το Κοσσυφοπέδιο πριν από τον πόλεμο, και της αλβανικής οργάνωσης γνωστής ως Απελευθερωτικός Στρατός του Κοσόβου (UCK), με αεροπορική υποστήριξη από το ΝΑΤΟ από τις 24 Μαρτίου 1999 και χερσαία από τον Αλβανικό Στρατό.

Mechanical Solutions

Ο Ου Τσε Κα (UCK), που είχε δημιουργηθεί το 1991, τον Ιούνιο του 1996 ανέλαβε την ευθύνη για μια σειρά επιθέσεων και σαμποτάζ με στόχους αστυνομικούς σταθμούς στο Κοσσυφοπέδιο. Το 1997, κατά τη διάρκεια της αλβανικής εξέγερσης, η οργάνωση απέκτησε μεγάλο αριθμό όπλων, μέσω λαθραίας μεταφοράς τους από την Αλβανία και κλοπής από αστυνομικούς σταθμούς και στρατιωτικά φυλάκια. Το 1998 ο UCK επιτέθηκε στις γιουγκοσλαβικές Αρχές στο Κόσοβο, με αποτέλεσμα την αυξημένη παρουσία Σέρβων παραστρατιωτικών και τακτικών δυνάμεων, που ξεκίνησαν μια εκστρατεία τιμωρίας των συμπαθούντων τον UCK και των πολιτικών τους αντιπάλων, με αποτέλεσμα το θάνατο 1.500 με 2.000 πολιτών και μαχητών του UCK. Μετά την αποτυχία εξεύρεσης διπλωματικών λύσης το ΝΑΤΟ παρενέβη, δικαιολογώντας την εκστρατεία στο Κόσοβο ως «ανθρωπιστικό πόλεμο».

Αυτό οδήγησε στη μαζική απέλαση Αλβανών Κοσοβάρων, ενώ οι γιουγκοσλαβικές δυνάμεις συνέχισαν να μάχονται τη στιγμή που το ΝΑΤΟ προχωρούσε σε βομβαρδισμό της Γιουγκοσλαβίας (Μάρτιος-Ιούνιος 1999). Μέχρι το 2000 οι έρευνες είχαν αποκαλύψει τις σωρούς 3.000 θυμάτων διαφόρων εθνικοτήτων και το 2001 το Ανώτατο Δικαστήριο του ΟΗΕ για το Κόσοβο απεφάνθη ότι «έλαβε χώρα μια συστηματική εκστρατεία τρόμου, με δολοφονίες, βιασμούς, εμπρησμούς και πολλές κακομεταχειρίσεις», παρότι σύμφωνα με άλλες απόψεις ο Γιουγκοσλαβικός Στρατός προσπάθησε να απομακρύνει παρά να εξοντώσει τον αλβανικό πληθυσμό του Κοσσυφοπεδίου.

Ο πόλεμος έληξε με τη συνθήκη του Κουμάνοβο, με τις γιουγκοσλαβικές δυνάμεις να συμφωνούν να αποχωρήσουν από το Κοσσυφοπέδιο, ώστε τη θέση τους να πάρουν διεθνείς δυνάμεις. Ο Απελευθερωτικός Στρατός του Κοσόβου διαλύθηκε σύντομα μετά από αυτό και μερικά μέλη του συνέχισαν να μάχονται για τον UCPMB (“Ου Τσε Πε Εμ Μπε”, Απελευθερωτικός Στρατός του Πρέσεβο, Μεντβέντζα και Μπουγιάνοβατς) στην κοιλάδα του Πρέσεβο, ενώ άλλα εντάχθηκαν στον Εθνικό Απελευθερωτικό Στρατό και τον Αλβανικό Εθνικό Στρατό κατά τη διάρκεια της ένοπλης σύγκρουσης στην πΓΔΜ το 2001, ενώ άλλοι σχημάτισαν το Σώμα της Αστυνομίας του Κοσόβου. Το Κοσσυφοπέδιο ανακήρυξε μονομερώς την ανεξαρτησία του από τη Σερβία το 2008.

Διαχρονικά οι βομβαρδισμοί από το ΝΑΤΟ παραμένουν αμφιλεγόμενοι, καθώς δεν εγκρίθηκαν από το Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ και οδήγησαν στο θάνατο τουλάχιστον 488 Γιουγκοσλάβων πολιτών, ανάμεσα στους οποίους ήταν και Κοσοβάροι πρόσφυγες

Έκρηξη του πολέμου

Η διολίσθηση προς τον πόλεμο (1995-1998)

Ο Ιμπραήμ Ρουγκόβα, πρώτος πρόεδρος της Δημοκρατίας της Κοσσυφοπεδίου, ακολούθησε μια πολιτική παθητικής αντίστασης που κατάφερε να διατηρήσει την ειρήνη στο Κοσσυφοπέδιο κατά τη διάρκεια των προηγηθέντων πολέμων της Σλοβενίας, της Κροατίας και της Βοσνίας στις αρχές της δεκαετίας του 1990. Όπως αποδεικνύεται από την εμφάνιση του Απελευθερωτικού Στρατού του Κοσσυφοπεδίου (UÇK), αυτό προκάλεσε αυξανόμενη απογοήτευση μεταξύ του Αλβανικού πληθυσμού του Κοσσυφοπεδίου. Στα μέσα της δεκαετίας του ’90 ο Ρουγκόβα έκανε έκκληση για μια ειρηνευτική δύναμη των Ηνωμένων Εθνών για το Κοσσυφοπέδιο. Το 1997 ο Μιλόσεβιτς προήχθη στην προεδρία της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γιουγκοσλαβίας (που περιλάμβανε τη Σερβία και το Μαυροβούνιο από την ίδρυσή της τον Απρίλιο του 1992).

Η συνεχιζόμενη καταστολή έπεισε πολλούς Αλβανούς ότι μόνο η ένοπλη αντίσταση θα άλλαζε την κατάσταση. Στις 22 Απριλίου 1996 πραγματοποιήθηκαν σχεδόν ταυτόχρονα τέσσερις επιθέσεις εναντίον του προσωπικού ασφαλείας της Σερβίας σε διάφορα μέρη του Κοσσυφοπεδίου. Ο UÇK, ένας μέχρι τώρα άγνωστος οργανισμός, ανέλαβε στη συνέχεια την ευθύνη. Η φύση του UÇK ήταν αρχικά μυστηριώδης. Φαινόταν αρχικά ότι μοναδικός στόχος του ήταν να σταματήσει την καταστολή από τις Γιουγκοσλαβικές αρχές.

Όπως δήλωσε ο Γιακούπ Κρασνίκι, εκπρόσωπος της ομάδας, ο UÇK συγκροτήθηκε από ορισμένα μέλη της Δημοκρατικής Συμμαχίας του Κοσσυφοπεδίου (LDK), ενός πολιτικού κόμματος υπό την ηγεσία του Ρουγκόβα. Ο UÇK και η LDK συμμερίζονταν τον κοινό στόχο του τερματισμού της καταπίεσης από το Βελιγράδι και της ανεξαρτησίας του Κοσσυφοπεδίου, αλλά ο UÇK ήταν αντίθετος στην «εσωτερική διοίκηση» του Κοσσυφοπεδίου από την LDK.

Οι στόχοι του UÇK περιλάμβαναν επίσης την ίδρυση μιας Μεγάλης Αλβανίας, ενός κράτους που θα εκτεινόταν στην πΓΔΜ, το Μαυροβούνιο και τη νότια Σερβία. Τον Ιούλιο του 1998, σε μια συνέντευξη για το Der Spiegel, ο Γιακούπ Κρασνίκι ανακοίνωσε δημοσίως ότι στόχος του Ο UÇK ήταν η ενοποίηση όλων των περιοχών που κατοικούντο από Αλβανούς. Ο Σουλεϊμάν Σελίμι, Γενικός Διοικητής του UÇK το 1998-1999, δήλωσε:

«Υπάρχει de facto αλβανικό έθνος. Η τραγωδία είναι ότι οι ευρωπαϊκές δυνάμεις μετά τον Α Παγκόσμιο Πόλεμο αποφάσισαν να χωρίσουν το έθνος αυτό μεταξύ αρκετών βαλκανικών κρατών. Τώρα αγωνιζόμαστε για την ενοποίηση του έθνους, για την απελευθέρωση όλων των Αλβανών, συμπεριλαμβανομένων εκείνων της Μακεδονίας, του Μαυροβουνίου και άλλων περιοχών της Σερβίας. Δεν είμαστε μόνο στρατός απελευθέρωσης για το Κοσσυφοπέδιο».

Ενώ ο Ρουγκόβα υποσχέθηκε να προασπίσει τα μειονοτικά δικαιώματα των Σέρβων στο Κοσσυφοπέδιο, ο UÇK ήταν πολύ λιγότερο ανεκτικός. Ο Σελίμι δήλωσε ότι “οι Σέρβοι που έχουν βάψει τα χέρια τους στο αίμα θα πρέπει να εγκαταλείψουν το Κοσσυφοπέδιο”.

Σέρβοι-θύματα κατά τη διάρκεια της ανταρσίας

Πιστεύεται ευρέως ότι ο UÇK λάμβανε οικονομική και υλική υποστήριξη από τη διασπορά των Αλβανών του Κοσσυφοπεδίου.[102] [103] Στις αρχές του 1997 η Αλβανία περιέπεσε σε χάος μετά την πτώση του Προέδρου Σαλί Μπερίσα. Οι αποθήκες στρατιωτικού υλικού λεηλατήθηκαν ατιμώρητα από εγκληματικές συμμορίες, με μεγάλο μέρος του υλικού να καταλήγει στο δυτικό Κοσσυφοπέδιο και να ενισχύσει το αναπτυσσόμενο οπλοστάσιο του UÇK. Ο Μπουγιάρ Μπουκόσι, σκιώδης εξόριστος Πρωθυπουργός (στη Ζυρίχη της Ελβετίας), δημιούργησε μια ομάδα ονόματι FARK (Ένοπλες Δυνάμεις της Δημοκρατίας της Κοσόβου), που φέρεται να διαλύθηκε και να απορροφήθηκε από τον UÇK το 1998. Η Γιουγκοσλαβική κυβέρνηση θεωρούσε τον UÇK «τρομοκράτες» και «αντάρτες» που έκαναν επιθέσεις αδιάκριτα στην αστυνομία και τους πολίτες, ενώ οι περισσότεροι Αλβανοί τον θεωρούσαν ως «μαχητές της ελευθερίας».

Το 1998 το Υπουργείο Εξωτερικών των ΗΠΑ χαρακτήρισε τον UÇK ως τρομοκρατική οργάνωση και το 1999 η Ρεπουμπλικανική Επιτροπή Πολιτικής της Γερουσίας των ΗΠΑ εξέφρασε τις ανησυχίες της για την “ουσιαστική συμμαχία” της Δημοκρατικής κυβέρνησης του Κλίντον με τον UÇK λόγω “πολλών εκθέσεων από αξιόπιστες ανεπίσημες πηγές “. Το 2004 ο Τζον Πίλγκερ υποστήριξε ότι για έξι χρόνια πριν από το 1998 ο UÇK θεωρείτο από τις ΗΠΑ ως τρομοκρατική ομάδα. Στις αρχές του 1998 ο απεσταλμένος των ΗΠΑ Ρόμπερτ Γκέλμπαρντ αναφέρθηκε στον UÇK ως “τρομοκράτες”, απαντώντας σε κριτική, αργότερα διευκρίνισε στην Κοινοβουλευτική Επιτροπή Διεθνών Σχέσεων ότι «παρόλο που έχει διαπράξει τρομοκρατικές ενέργειες», «δεν έχει ταξινομηθεί νόμιμα» από την Κυβέρνηση των ΗΠΑ ως τρομοκρατική οργάνωση ».

Τον Ιούνιο του 1998 διεξήγαγε συνομιλίες με δύο άνδρες που ισχυρίστηκαν ότι ήταν πολιτικοί ηγέτες του UCK. Το 2000 ένα ντοκιμαντέρ του BBC ονόματι Ηθικός Αγώνας – το ΝΑΤΟ στον Πόλεμο έδειξε πως οι Ηνωμένες Πολιτείες επιδίωκαν τώρα μια σχέση με την ομάδα. Ενώ οι ΗΠΑ χαρακτήριζαν επίσημα τον UÇK ως τρομοκράτες, ο συγγραφέας Άλαστερ Μακένζι ισχυρίζεται ότι έλαβε εκπαίδευση από το στενότερο στους Αμερικανούς σύμμαχο του ΝΑΤΟ, το Ηνωμένο Βασίλειο, από το 1998 σε στρατόπεδο εκπαίδευσης στα βουνά πάνω από την πόλη Μπαϊράμ Κούρι της Βόρειας Αλβανίας.

Εν τω μεταξύ οι ΗΠΑ διατηρούσαν ένα “εξωτερικό τείχος κυρώσεων” επί της Γιουγκοσλαβίας, συνδεδεμένο με σειρά ζητημάτων, συμπεριλαμβανομένου του Κοσσυφοπεδίου. Αυτές διατηρήθηκαν παρά τη Συμφωνία στο Ντέιτον για τερματισμό όλων των κυρώσεων. Η κυβέρνηση Κλίντον υποστήριξε ότι η συμφωνία δέσμευε τη Γιουγκοσλαβία να διεξαγάγει συζητήσεις με το Ρουγκόβα για το Κοσσυφοπέδιο.

Η κρίση κλιμακώθηκε το Δεκέμβριο του 1997 στη σύνοδο του Συμβουλίου Εφαρμογής της Συμφωνίας στη Βόννη, όπου η διεθνής κοινότητα (όπως οριζόταν στη Συμφωνία του Ντέιτον) συμφώνησε να παράσχει στον Ύπατο Εκπρόσωπο στη Βοσνία και Ερζεγοβίνη εκτεταμένες εξουσίες, συμπεριλαμβανομένου του δικαιώματος απόλυσης εκλεγμένων ηγετών. Την ίδια στιγμή οι Δυτικοί διπλωμάτες επέμειναν να συζητηθεί το Κοσσυφοπέδιο και η Γιουγκοσλαβία να ανταποκριθεί στα εκεί αλβανικά αιτήματα . Η αντιπροσωπεία από τη Γιουγκοσλαβία αποχώρησε από τη σύνοδο σε ένδειξη διαμαρτυρίας. Ακολούθησε η επιστροφή της Ομάδας Επαφής, που επισκόπησε τις τελευταίες φάσεις της σύγκρουσης της Βοσνίας και δηλώσεις από Ευρωπαϊκές δυνάμεις που απαιτούσαν η Γιουγκοσλαβία να λύσει το πρόβλημα του Κοσσυφοπεδίου.

Ο πόλεμος αρχίζει

Οι επιθέσεις του UÇK εντάθηκαν, με επίκεντρο την περιοχή της κοιλάδας της Ντρένιτσα, με κεντρικό σημείο το στρατόπεδο του Αντέμ Γιασάρι. Λίγες μέρες μετά ο Ρόμπερτ Γκέλμπαρντ περιέγραψε τον UÇK ως τρομοκρατική ομάδα, η αστυνομία της Σερβίας απάντησε στις επιθέσεις του UÇK στην περιοχή Λικόσανε και ακολούθησαν μερικές από τον UÇK στο Τσίρεζ, με αποτέλεσμα το θάνατο 16 Αλβανών μαχητών και τεσσάρων Σέρβων αστυνομικών”. Στόχος του UÇK ήταν να συγχωνεύσει το προπύργιο της Ντρένιτσα με εκείνο στην κυρίως Αλβανία και αυτό διαμόρφωσε τις εχθροπραξίες των λίγων πρώτων μηνών.

Παρά κάποιες κατηγορίες για συνοπτικές εκτελέσεις και δολοφονίες αμάχων, η καταδίκη από τις Δυτικές πρωτεύουσες δεν ήταν τόσο σαφής όσο θα γινόταν αργότερα. Η Σερβική αστυνομία άρχισε να καταδιώκει το Γιασάρι και τους οπαδούς του στο χωριό Ντόνιε Πρέκαζε. Στις 5 Μαρτίου 1998 μια σφοδρή ανταλλαγή πυρών στο στρατόπεδο του Αντέμ Γιασάρι κατέληξε στη σφαγή 60 Αλβανών, εκ των οποίων 18 ήταν γυναίκες και 10 κάτω των δεκαέξι ετών. Το γεγονός προκάλεσε την έντονη καταδίκη από τις δυτικές πρωτεύουσες. Η Μαντλίν Ολμπράιτ δήλωσε ότι “αυτή η κρίση δεν είναι εσωτερική υπόθεση της ΟΔΓ”.

Στις 24 Μαρτίου οι Γιουγκοσλαβικές δυνάμεις περικύκλωσαν το χωριό Γκλότζιανε και επιτέθηκαν σε ένα στρατόπεδο ανταρτών εκεί [114]. Παρά την υπέρτερη δύναμη πυρός οι Γιουγκοσλαβικές δυνάμεις δεν μπόρεσαν να εξουδετερώσουν τη μονάδα του UÇK, που ήταν ο στόχος τους. Παρόλο που υπήρξαν θάνατοι και σοβαροί τραυματισμοί από την αλβανική πλευρά, η εξέγερση στο Γκλότζιανε κάθε άλλο παρά πατάχθηκε. Επρόκειτο στην πραγματικότητα να γίνει ένα από τα ισχυρότερα κέντρα αντίστασης στον επερχόμενο πόλεμο.

Τότε σχηματίσθηκε μια νέα Γιουγκοσλαβική κυβέρνηση, από το Σοσιαλιστικό Κόμμα της Σερβίας και το Σερβικό Ριζοσπαστικό Κόμμα. Ο πρόεδρος του υπερεθνικιστικού Ριζοσπαστικού Κόμματος Βόισλαβ Σέσελι έγινε αντιπρόεδρος της κυβέρνησης. Αυτό αύξησε τη δυσαρέσκεια προς τη χώρα μεταξύ των Δυτικών διπλωματών και εκπροσώπων.

Στις αρχές Απριλίου η Σερβία διοργάνωσε δημοψήφισμα για το ζήτημα της ξένης παρέμβασης στο Κοσσυφοπέδιο. Οι Σέρβοι ψηφοφόροι απέρριψαν αποφασιστικά την ξένη παρέμβαση στην κρίση. Εν τω μεταξύ ο UÇK διεκδίκησε μεγάλο μέρος της περιοχής μέσα και γύρω από το Ντέτσανι και δρούσε σε μια περιοχή με βάση το χωριό Γκλότζιανε. Στις 31 Μαΐου 1998 ο Γιουγκοσλαβικός στρατός και η αστυνομία του Σερβικού Υπουργείου Εσωτερικών ξεκίνησαν μια επιχείρηση για να εκκαθαρίσει τα σύνορα από τον UÇK. Η απάντηση του ΝΑΤΟ σε αυτή την επίθεση ήταν η Επιχείρηση Αποφασισμένο Γεράκι, μια επίδειξη δύναμης του ΝΑΤΟ στα Γιουγκοσλαβικά σύνορα.

Την περίοδο αυτής ο Γιουγκοσλάβος πρόεδρος Μιλόσεβιτς κατέληξε σε συμφωνία με το Μπορίς Γιέλτσιν της Ρωσίας να σταματήσει τις επιθετικές επιχειρήσεις και να προετοιμαστεί για συνομιλίες με τους Αλβανούς, που αρνούντο να συνομιλήσουν με τη σερβική πλευρά καθ ‘όλη τη διάρκεια της κρίσης, αλλά θα μιλούσαν με τη Γιουγκοσλαβική κυβέρνηση. Στην πραγματικότητα η μοναδική συνάντηση μεταξύ Μιλόσεβιτς και Ιμπραήμ Ρουγκόβα συνέβη στις 15 Μαΐου στο Βελιγράδι, δύο ημέρες μετά την ανακοίνωσή της από το Ρίτσαρντ Χόλμπρουκ. Ο Χόλμπρουκ απειλούσε το Μιλόσεβιτς ότι αν δεν υπακούσει, «ότι έχει απομείνει από τη χώρα σας θα συντριβεί». Ένα μήνα αργότερα ο Χόλμπρουκ επισκέφτηκε τις παραμεθόριες περιοχές που επλήγησαν από τις μάχες στις αρχές Ιουνίου, όπου φωτογραφήθηκε επιδεικτικά με τον UÇK. Η δημοσίευση αυτών των εικόνων έστειλε ένα μήνυμα στον UÇK, στους υποστηρικτές του και στους συμπατριώτες του και στους παρατηρητές εν γένει, ότι οι ΗΠΑ υποστήριζαν αποφασιστικά τον UÇK και τον αλβανικό πληθυσμό στο Κοσσυφοπέδιο.

Η συμφωνία με το Γέλτσιν απαίτησε από το Μιλόσεβιτς να επιτρέψει σε διεθνείς εκπροσώπους να δημιουργήσουν αποστολή στο Κοσσυφοπέδιο για να παρακολουθήσουν την κατάσταση εκεί. Η Αποστολή Διπλωματικών Παρατηρητών του Κοσσυφοπεδίου (KDOM) άρχισε να λειτουργεί στις αρχές Ιουλίου 1998. Η κυβέρνηση των ΗΠΑ χαιρέτισε αυτό το μέρος της συμφωνίας, αλλά κατήγγειλε την έκκληση της πρωτοβουλίας για αμοιβαία κατάπαυση πυρός. Αντίθετα, οι ΗΠΑ ζήτησαν από την πλευρά της Σερβίας-Γιουγκοσλαβίας κατάπαυση πυρός “χωρίς σύνδεση … με διακοπή των τρομοκρατικών ενεργειών”.

Ολο τον Ιούνιο και ως τα μέσα Ιουλίου ο UCK συνέχισε την προέλασή του. Τα στρατεύματα του UCK διείσδυσαν στη Σούβα Ρέκα και στα βορειοδυτικά της Πρίστινας. Κινήθηκαν για να καταλάβουν τα κοιτάσματα άνθρακα του Μπελάτσεβετς στα τέλη Ιουνίου, απειλώντας τον ενεργειακό εφοδιασμό της περιοχής. Η τακτική τους ως συνήθως εστιαζόταν κυρίως στον ανταρτοπόλεμο στα βουνά και σε παρενόχληση και επιθέσεις στις Γιουγκοσλαβικές δυνάμεις και στις Σερβικές αστυνομικές περιπολίες.

Η κατάσταση μετεστράφη στα μέσα Ιουλίου, όταν ο UCK κατέλαβε το Οράχοβατς. Στις 17 Ιουλίου 1998 καταλήφθηκαν επίσης δύο γειτονικά χωριά, τα Ρετίμλιγε και Οπτέρουσα, ενώ λιγότερα οργανωμένα επεισόδια έλαβαν χώρα στο μεγαλύτερο, κατοικούμενο από Σέρβους, χωριό Βέλικα Χότσα. Το Ορθόδοξο μοναστήρι του Zότσιστε, που απέχει 5 χλμ. από το Οράχοβατς, ονομαστό για τα λείψανα των Αγίων Κοσμά και Δαμιανού και σεβαστό και από τους ντόπιους Αλβανούς, ληστεύθηκε, οι μοναχοί του εκτοπίστηκαν σε στρατόπεδο εγκλεισμού του UCK και η εκκλησία και όλα τα κτίριά του ισοπεδώθηκαν με εκρηκτικά. Αυτό οδήγησε σε σειρά σερβικών και γιουγκοσλαβικών επιθέσεων, που συνεχίστηκαν μέχρι τις αρχές Αυγούστου.

Μια νέα σειρά επιθέσεων του UCK στα μέσα Αυγούστου πυροδότησε επιχειρήσεις της Γιουγκοσλαβίας στο νοτιοκεντρικό Κοσσυφοπέδιο, νότια του δρόμου Πρίστινα-Πέτς. Αυτό συνέπεσε με την κατάληψη της Κλέτσκα στις 23 Αυγούστου και την ανακάλυψη ενός κρεματόριου του UCK, στο οποίο βρέθηκαν μερικά από τα θύματά του. Ο UCK ξεκίνησε μια επίθεση την 1η Σεπτεμβρίου γύρω από το Πρίζρεν, προκαλώντας στρατιωτική αντίδραση της Γιουγκοσλαβίας. Στο Δυτικό Κοσσυφοπέδιο, γύρω από το Πέτς, μια άλλη επίθεση προκάλεσε κατακραυγή, καθώς ξένοι αξιωματούχοι εξέφρασαν φόβους ότι μια μεγάλη φάλαγγα εκτοπισμένων θα δεχόταν επίθεση.

Στις αρχές Σεπτεμβρίου, για πρώτη φορά, αναφέρθηκε δραστηριότητα του UCK στο βόρειο Κοσσυφοπέδιο γύρω από το Ποντούγεβο. Τέλος στα τέλη του Σεπτεμβρίου καταβλήθηκε μεγάλη προσπάθεια για την εκκαθάριση του UCK από το βόρειο και το κεντρικό τμήμα του Κοσσυφοπεδίου και από την ίδια την κοιλάδα της Ντρένιτσα. Τότε υπήρξαν πολλές απειλές από τις Δυτικές πρωτεύουσες, αλλά αυτές μετριάστηκαν κάπως λόγω των εκλογών στη Βοσνία, καθώς δεν ήθελαν να κερδίσουν οι Σέρβοι Δημοκρατικοί και Ριζοσπάστες. Μετά τις εκλογές οι απειλές εντάθηκαν για άλλη μια φορά, αλλά χρειαζόταν ένα συνταρακτικό γεγονός, που προέκυψε στις 28 Σεπτεμβρίου, όταν έξω από το χωριό Γκόρνιε Ομπρινιε ανακαλύφθηκαν από την KDOM τα ακρωτηριασμένα σώματα μιας οικογένειας. Η αιματηρή εικόνα μιας παιδικής κούκλας και οι θρήνοι των εκτοπισθέντων προκάλεσε τη δράση της διεθνούς κοινότητας


- Ακολουθήστε το cna.gr στο Google News για όλες τις τελευταίες εξελίξεις.
- Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Κρήτη, την Ελλάδα και όλο τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, με εγκυρότητα και αξιοπιστία, στο cna.gr
- Ακολουθήστε το cna.gr στο Facebook
- Ακολουθήστε το cna.gr στο Twitter
- Ακολουθήστε το cna.gr στο YouTube
- Ακολουθήστε το cna.gr στο Instagram


Οροι ανάγνωσης

Yiannis Jewellery

Σχετικά άρθρα

Back to top button