Η παρακμή της ελευθερίας των ελληνικών ΜΜΕ
Το Διεθνές Ινστιτούτο Τύπου δημοσίευσε έκθεση για την ελευθερία των ΜΜΕ και την ανεξάρτητη δημοσιογραφία στην Ελλάδα.
Η έκθεση του Διεθνούς Ινστιτούτου Τύπου παρουσιάστηκε σε διαδικτυακό σεμινάριο και συνέντευξη τύπου σήμερα και παραθέτει την κατάσταση που επικρατεί στον ελληνικό Τύπο με βασικό χαρακτηριστικό όπως αναφέρει το γεγονός ότι «η ελληνική δημοσιογραφία – τόσο στα ιδιωτικά όσο και στα δημόσια μέσα ενημέρωσης – αντιμετωπίζει μια κρίση αξιοπιστίας».
«Η ελευθερία των μέσων ενημέρωσης στην Ελλάδα γνώρισε μια σαφή περίοδο επιδείνωσης τα τελευταία χρόνια. Το 2022 και το 2023, η χώρα κατατάχθηκε ως η χειρότερη για την ελευθερία των ΜΜΕ στην Ευρωπαϊκή Ένωση στον Παγκόσμιο Δείκτη Ελευθερίας του Τύπου» αναφέρει αρχικά η έκθεση.
Σε διαρκή παρακμή τα ελληνικά ΜΜΕ
Στα σημαντικά ευρήματα της έκθεσης είναι ότι «η ελευθερία των μέσων ενημέρωσης στην Ελλάδα έχει υποστεί διαρκή παρακμή τα τελευταία χρόνια, εν μέσω της δολοφονίας ενός δημοσιογράφου, πολλαπλών απειλών για την ασφάλεια των δημοσιογράφων, ενός εκτεταμένου σκανδάλου παρακολούθησης και spyware και πολυάριθμων μηνύσεων και νομικών απειλών κατά των μέσων ενημέρωσης και των δημοσιογράφων, με καταστροφικές συνέπειες για την ελληνική δημοκρατία» όπως αναφέρει χαρακτηριστικά.
Αυτές οι άμεσες προκλήσεις βρίσκονται στην κορυφή βαθύτερων ιστορικών και συστημικών ζητημάτων, σημειώνει η έρευνα, παρομοιάζοντάς το με ένα προβληματικό τοπίο για την ανεξάρτητη δημοσιογραφία. Ο αδύναμος πλουραλισμός των μέσων ενημέρωσης, οι παρατεταμένες οικονομικές απειλές για τη βιωσιμότητα των μέσων ενημέρωσης, η παγιωμένη σύλληψη ιδιωτικών μέσων από ισχυρές οικογένειες και ιδιοκτήτες με κεκτημένα επιχειρηματικά συμφέροντα και χαμηλά επίπεδα εμπιστοσύνης στα ΜΜΕ, όπως αναφέρει η έκθεση.
Ελληνικά ΜΜΕ: Πολιτική, προκλήσεις και βία
Στην ίδια έκθεση για την ελευθερία του Τύπου στην Ελλάδα αναφέρεται πως η «καθοδική πορεία της ελευθερίας των μέσων ενημέρωσης στην Ελλάδα μεταξύ 2020-2023 συνδυάζεται με την εκλογή του κυβερνώντας κόμματος στην Ελλάδα ενώ σημειώνεται ότι «ενώ η ελευθερία των μέσων αντιμετώπισε σοβαρές προκλήσεις υπό την προηγούμενη κυβέρνηση υπό τον ΣΥΡΙΖΑ, το κλίμα έχει επιδεινωθεί περαιτέρω».
Εν μέσω της πανδημίας, οι αυξημένοι αριθμοί επιθέσεων σε δημοσιογράφους που καλύπτουν διαμαρτυρίες σχετικά με την υγεία και η χειραγώγηση της κρατικής διαφήμισης για την επιβράβευση των μέσων ενημέρωσης που θεωρούνται κοντά στην κυβέρνηση οδήγησαν σε αυξημένη ανησυχία μεταξύ των εγχώριων και διεθνών ομάδων, ενώ η υγειονομική κρίση κούφωσε την αγορά και υπονόμευσε περαιτέρω τα οικονομικά των ελληνικών ΜΜΕ.
Ωστόσο, συνεχίζει η έκθεση, «ήταν η δολοφονία του Έλληνα δημοσιογράφου Γιώργου Καραϊβάζ έξω από το διαμέρισμά του στην Αθήνα τον Απρίλιο του 2021 που έβαλε το «καρφί» για την ελευθερία των μέσων ενημέρωσης στην Ελλάδα. Ενώ δύο ύποπτοι έχουν συλληφθεί και πρόκειται να δικαστούν, η υπόθεση παραμένει σε κατάσταση απόλυτης ατιμωρησίας και συνεχίζει να έχει ανατριχιαστικό αποτέλεσμα στην κοινότητα των μέσων ενημέρωσης και στην ασφάλεια των δημοσιογράφων. Οι εγκέφαλοι και το κίνητρο της δολοφονίας παραμένουν ανεπιβεβαίωτα. Οι δημοσιογράφοι αντιμετώπισαν επίσης εμπρηστικές επιθέσεις, σωματικές επιθέσεις και βία από την αστυνομία ενώ κάλυπταν διαδηλώσεις.
Τα «ατιμώρητα» σκάνδαλα στα ΜΜΕ
Η έκθεση αναφέρεται και σε ένα «εκτεταμένο σκάνδαλο υποκλοπών και spyware που εμπλέκονται δημοσιογράφοι καθώς και πολιτικοί παράγοντες» που τοποθέτησε την Ελλάδα στον κατάλογο των κρατών μελών της ΕΕ που έχουν καταχραστεί τα εργαλεία παρακολούθησης που προορίζονται για την προστασία της εθνικής ασφάλειας για την παρακολούθηση και την κατασκοπεία των επικοινωνιών δημοσιογράφων.
«Η έλλειψη λογοδοσίας για αυτή τη νόμιμη υποκλοπή, καθώς και για την ανεπίλυτη αλλά παράνομη χρήση επιθέσεων spyware σε δημοσιογράφους, έχει υπονομεύσει σοβαρά το απόρρητο των πηγών και την ψηφιακή ασφάλεια των δημοσιογράφων. Σοβαρά ερωτήματα παραμένουν για την εμπλοκή του κράτους στην παράνομη παρακολούθηση δημοσιογράφων μέσω spyware.
Τα πλούσια και ισχυρά άτομα των ΜΜΕ
Η έκθεση κάνει λόγο και για τα μέσα ενημέρωσης που διεξάγουν έρευνες και αντιμετωπίζουν επίσης νομικές απειλές ακόμα και ποινικές κατηγορίες για συκοφαντική δυσφήμιση, οι οποίες παραμένουν εντός του ποινικού κώδικα στην Ελλάδα. Αυτές οι αγωγές, που συχνά υποβάλλονται από πλούσια ή ισχυρά άτομα, συνεχίζουν να παρασύρουν το νόμιμο ρεπορτάζ στα δικαστήρια και να έχουν οικονομικό και ψυχολογικό αντίκτυπο στους δημοσιογράφους, που εργάζονται σε αυτές τις αίθουσες σύνταξης.
Σε ευρύτερο επίπεδο, όπως σημειώνει η έκθεση «το σημερινό τοπίο των ελληνικών ΜΜΕ μπορεί να χαρακτηριστεί από μια ιστορία ανεξέλεγκτης ανάπτυξης, μια αδύναμη οικονομική αγορά που πλήττεται από πολλαπλές χρηματοπιστωτικές κρίσεις, σε συνδυασμό με τη μεγάλη επιρροή και παρέμβαση πολιτικών και οικονομικών συμφερόντων. Τα υψηλά επίπεδα συγκέντρωσης των μέσων ενημέρωσης στα χέρια πλούσιων οικογενειών και πλοιοκτητών με ποικίλες πολιτικές διασυνδέσεις με το κυβερνών κόμμα έχουν συμβάλει σε ένα οικοσύστημα μέσων ενημέρωσης στο οποίο, αν και υπάρχει μεγάλος αριθμός τίτλων μέσων ενημέρωσης, ο πραγματικός πλουραλισμός των μέσων ενημέρωσης είναι αδύναμος.
»Τα δημόσια μέσα ενημέρωσης της χώρας συνεχίζουν να αντιμετωπίζουν οικονομικές προκλήσεις και ερωτήματα σχετικά με τη συντακτική και θεσμική τους ανεξαρτησία. Ενώ η προηγούμενη κρίση στην ΕΡΤ έχει σταθεροποιηθεί, η συνεχιζόμενη εποπτεία του ραδιοτηλεοπτικού φορέα από το κυβερνών κόμμα θέτει προφανή ερωτήματα για την ουδετερότητά του. Ομοίως, στο εθνικό δημόσιο πρακτορείο ειδήσεων, το Αθηναϊκό-Μακεδονικό Πρακτορείο Ειδήσεων, η πολιτική προκατάληψη είναι ορατή και οι ευαίσθητες ιστορίες που θα μπορούσαν να βλάψουν την κυβέρνηση μερικές φορές αγνοούνται, ενώ λείπει η αναφορά δημοσίου ενδιαφέροντος για ορισμένα θέματα.
Πόλωση και έλλειψη εμπιστοσύνης στα ΜΜΕ
Σύμφωνα με την έρευνα η ενισχυμένη λήψη πολυμέσων, συνδυασμός με έντονη κοινωνική και πολιτική πόλωση και τάση για δημοσιογραφία που βασίζεται σε μεγάλο βαθμό στη γνώμη, συμβάλλουν στο να είναι η Ελλάδα συχνά η χαμηλότερη σε κατάταξη χώρα της ΕΕ όσον αφορά την εμπιστοσύνη των πολιτών στα μέσα ενημέρωσης. Αυτό υπονομεύει την ικανότητα των ελληνικών ενώσεων και ομάδων μέσων ενημέρωσης να υποστηρίξουν και να κερδίσουν την υποστήριξη του κοινού για δημοκρατικές μεταρρυθμίσεις σχετικά με την ελευθερία των μέσων ενημέρωσης. Ο συνδυασμός αυτών των προκλήσεων σημαίνει ότι η ελληνική δημοσιογραφία – τόσο στα ιδιωτικά όσο και στα δημόσια μέσα ενημέρωσης – αντιμετωπίζει μια κρίση αξιοπιστίας.
Ενώ η Ελλάδα κατά τα συμπεράσματα της έκθεσης επωφελείται από μια μικρή αλλά εξαιρετικά επαγγελματική ομάδα βραβευμένης ανεξάρτητης και ερευνητικής δημοσιογραφίας δημοσίου ενδιαφέροντος, αυτοί οι τίτλοι παραμένουν απομονωμένοι στο περιθώριο του τοπίου των μέσων ενημέρωσης και στερούνται ευρύτερης δημόσιας υποστήριξης ή αναγνωστικού κοινού, παρά τον πρόσφατο αντίκτυπό τους . Για να διατηρήσουν τη συντακτική τους ανεξαρτησία, πολλοί πειραματίζονται με νέα επιχειρηματικά μοντέλα που βασίζονται σε συνδρομές, τα οποία θα μπορούσαν να προσφέρουν παραδείγματα για την ευρύτερη αγορά μέσων.
Η αντιμετώπιση της κατάστασης στα ΜΜΕ
Ο αυξημένος έλεγχος από την Ευρωπαϊκή Ένωση και τις διεθνείς ομάδες ελευθερίας των ΜΜΕ τα τελευταία χρόνια οδήγησε σε μια σειρά νέων μέτρων από την κυβέρνηση για να προσπαθήσει να αντιμετωπίσει την κατάσταση, συμπεριλαμβανομένων νέων νόμων για τη διαφάνεια ιδιοκτησίας των ΜΜΕ και την κρατική διαφήμιση και την απαγόρευση χρήσης spyware . Αν και οι εγχώριες αρχές υποστηρίζουν προφορικά τις ενέργειες της ΕΕ για την υπεράσπιση της ελευθερίας του Τύπου, ο αντίκτυπος των εσωτερικών μεταρρυθμίσεών της δεν έχει γίνει ακόμη αισθητός και συνολικά η απάντηση της κυβέρνησης δεν αντανακλά τη σοβαρότητα της κρίσης.
Αν και οι εκθέσεις της ΕΕ παρείχαν αρνητικές εκτιμήσεις για την κατάσταση για την ελευθερία του Τύπου, και μια Επιτροπή της ΕΕ που διερευνά την κατάχρηση λογισμικού κατασκοπείας επισκέφθηκε την Ελλάδα το 2022, η πρόοδος ήταν περιορισμένη και απαιτείται ισχυρότερη δράση από τα θεσμικά όργανα της ΕΕ και τους διεθνείς εταίρους για να οδηγήσει την Ελλάδα πίσω στον σεβασμό για τις δημοκρατικές αξίες στα ελεύθερα μέσα ενημέρωσης, σημειώνει σε άλλο σημείο η έκθεση.
«Ενώ η κατακόρυφη επιδείνωση της ελευθερίας του Τύπου που ξεκίνησε το 2020 φαίνεται να έχει υποχωρήσει, μένουν πολλά να γίνουν για να βελτιωθεί η κατάσταση. Βήματα όπως η ίδρυση ενός ειδικού φορέα για την ασφάλεια των δημοσιογράφων είναι ένα ευπρόσδεκτο βήμα μπροστά, το οποίο όμως πρέπει να βελτιωθεί στην πορεία» προσθέτει η έκθεση.
«Καθώς οι προκλήσεις για την ελευθερία των ΜΜΕ και την ανεξάρτητη δημοσιογραφία στην Ελλάδα είναι βαθιά ριζωμένες, οποιεσδήποτε θετικές εξελίξεις θα απαιτήσουν συνεχή προσοχή από τους δημοσιογράφους και τα μέσα ενημέρωσης, με την υποστήριξη των συνδικάτων, με την υποστήριξη ισχυρής πολιτικής βούλησης από την κυβέρνηση. Η ανοικοδόμηση των διαβρωμένων πυλώνων της ελευθερίας των μέσων ενημέρωσης δεν θα είναι εύκολη υπόθεση, ωστόσο είναι απαραίτητη για την ανθεκτικότητα της ελληνικής δημοκρατίας» καταλήγει η έκθεση.
Η έκθεση συντάχθηκε από το Διεθνές Ινστιτούτο Τύπου (IPI) και το ARTICLE 19 Europe, Επιτροπή Προστασίας Δημοσιογράφων (CPJ), Ευρωπαϊκό Κέντρο Τύπου και ελευθερίας των Μέσων (ECPMF), Ευρωπαϊκή Ομοσπονδία Δημοσιογράφων (EFJ), Free Press Unlimited (FPU), Βαλκανικό Παρατηρητήριο (OBCT) και Δημοσιογράφοι Χωρίς Σύνορα (RSF).
- Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Κρήτη, την Ελλάδα και όλο τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, με εγκυρότητα και αξιοπιστία, στο cna.gr
- Ακολουθήστε το cna.gr στο Facebook
- Ακολουθήστε το cna.gr στο Twitter
- Ακολουθήστε το cna.gr στο YouTube
- Ακολουθήστε το cna.gr στο Instagram