ΕΚΟΥΣΙΑ ΠΛΑΝΗ

Ολιγότητα και κοινοβουλευτική συγκατοίκηση | του Κώστα Θεολόγου

Η παραίτηση του Αλέξη Τσίπρα ήταν αναπόδραστη. Υπήρχε διογκούμενη δυσαρέσκεια εις βάρος του, εκλογικά τε και εσωκομματικά, λόγω της ολιγότητας του και επειδή δεν αποκαλύφθηκε της λιγοσύνης του κάποιο πραγματικό μεγαλείο, όπως  έγραψε ο Αλεπουδέλης για την πατρίδα μας στον Μικρό Ναυτίλο.

Αυτή η λιγοσύνη χάρισε προσδοκίες μεγαλοσύνης σε έναν κολίγο σε πόστο τιμαριούχου, που ζητούσε αναδασμό του κοινοβουλευτικού τσιφλικιού. Αριστερά της κεντροαριστεράς στέκει ακλόνητος ο οιονεί εκφραστής της ριζοσπαστικής απραξίας και δεξιότερα, της κραταιούς πλέον κεντροδεξιάς, υπάρχει το τρίπλοκον πατριωτικό μέτωπο, που εισηγείται λύση ή θέωση ή πελοποννησιακό πόλεμο. Υπάρχει και το άσπονδο ακατάτακτο ιστιοπλοϊκό κόμμα που κοιτάζει μόνο μπροστά στον ορίζοντα, χωρίς αλληθωρισμούς αριστερά ή δεξιά. Είναι περιττό να θυμίσω το σύνολο των κομμάτων με τα ποσοστά και τον μετεκλογικό αριθμό των εδρών τους, αλλά το κοινοβουλευτικό μωσαϊκό θα αποτελεί τη δύσκολη διαχειριστική άσκηση δεξιοτεχνίας του κάθε Προέδρου της Βουλής. Όλοι μας συμφιλιωθήκαμε με το ενδυματολογικό, συμπεριφορικό και υφολογικό καθεστώς των εκπροσώπων της Βουλής, το οποίο επικράτησε σταδιακώς. Σάμπως δεν κατάφερε ο ύψιστος θεσμός να αναβαθμίζει τους βουλευτές, αλλά, αντιθέτως, οι ενσαρκωτές του θεσμού τον κατέβαζαν στα δικά τους casual γούστα· η τάση για κατηφόρα, άλλωστε, είναι ράστη, ενώ η ανηφόρα έχει τον μόχθο της.

Δεν ξέρω αν μπορώ, λοιπόν, να ισχυριστώ ότι ο προϊών μεταμοντερνισμός της κοινωνίας μας συνέβαλε καταλυτικά στην αναδειχθείσα κοινοβουλευτική σύνθεση, αλλά διαπιστώνω ότι τα κόμματα που εκφράζουν την κυρίαρχη (mainstream) τάση σε αξίες οφείλουν να μας δείξουν πλέον εμπράκτως ότι ασπάζονται το τρίπτυχο «διαφορετικότητα-ισότητα-συμπερίληψη» και για όσες αξίες δεν είναι κοινές ή αυτονόητες σε «άλλες» κοινοβουλευτικές ομάδες. Μάλιστα, η κατάσταση είναι ανωσμωτική, εφόσον όλα τα κόμματα επιλέγουν απολύτως διακριτή ταυτότητα. Η αυτοδύναμη κυβερνητική κεντροδεξιά δεν έχει ανάγκη να συμπλεύσει με τους κομματιασμένους εκπροσώπους του συντηρητικού εκλογικού σώματος: εκάστη ακραιφνώς ευσεβιστική, πατριωτική, θρησκευτική, σοβινιστική, αρρενωπή και πολεμική διάσταση έχει τη δική της βροντερή φωνή. Η κεντροαριστερά δεν συνεργάζεται, διότι οι δύο εκφάνσεις της είναι ποικίλως ανταγωνιστικές και το κομμουνιστικό κόμμα είναι βολικά αυτοϊκανοποιημένο με τη μονίμως επικριτική εσωστρέφεια του.

Η αίθουσα συνεδριάσεων της κοινοβουλευτικής ολομέλειας θα αποτελεί πεδίο δύσκολης συγκατοίκησης με πολλές ανοίκειες κραυγές και ελάχιστους ψιθύρους. Αυτό που εμποδίζει τα κόμματα να συνεργαστούν και να συμπλεύσουν δεν είναι τόσο η αντίθετη ιδεολογία τους, όσο ο επικοινωνιακός κώδικας τους, δηλαδή η γλώσσα και το συμφέρον του κάθε κομματικού καπετάνιου ή μούτσου. Μπορώ να υποθέσω ότι στα επόμενα χρόνια στην κοινοβουλευτική αντιπροσωπεία η συγκατοίκηση θα γίνεται πιο απαιτητική, καθώς θα εμφιλοχωρούν οι μέτριοι και αγοραίοι εκπρόσωποι της κοινοτοπίας και της ολιγότητας. Πόρρω απέχουμε από την εθνική συνεννόηση στα μείζονα και στα σπουδαία, καθώς εμφορούμαστε από πόζες και στάσεις, χωρίς τις προϋποθέσεις της καλής προαίρεσης και της υπέρβασης των ορίων της ζώνης άνεσης του εφησυχασμένου εαυτού μας.

Οι αριστεροί φίλοι μου με επικρίνουν, διότι αποζητώ στους πολιτικούς συνομιλητές ευφυΐα, λογιοσύνη, κοινό νου, εργατικότητα και «αστικότητα», όχι απαραιτήτως λόγω καταγωγής. Η επαναστατικότητα χρειάζεται επίσης, αλλά δεν νομίζω ότι πλέον έχουμε ανάγκη από τον Καραϊσκάκη ή τον Παπαφλέσσα· έχουμε περισσότερη ανάγκη από ανθρώπους σαν τον Άκη Σκέρτσο και τον Παύλο Γερουλάνο και υποστηρικτές της ανάγκης για εθνική συμφιλίωση, σε έναν τόπο με μακρά παράδοση του λαού να διχάζεται ασμένως με τον εαυτό του. Χρειαζόμαστε επίσης πολλές γυναίκες στην πολιτική· ίσως είναι η ώρα να αναλάβουν τη συλλογική εκπροσώπησή μας στη Βουλή και στους χώρους δουλειάς. Ενωμένοι και ενωμένες θα μπορούσαμε ίσως να διεκδικήσουμε ένα καλύτερο μέλλον· ας αναλογιστούμε τον εθνικό διχασμό μας στον δημόσιο βίο τα τελευταία δεκαπέντε χρόνια που μας κράτησε δέσμιους στα μνημόνια της μεγάλης κρίσης. Γι’ αυτό θα επαναφέρω την πρόταση μου για γενναία μείωση του αριθμού των βουλευτών προς αποφυγήν της ποιοτικής ολιγότητας των εκπροσώπων μας.

cstheol@mail.ntua.gr

Ο Κώστας Θεολόγου διδάσκει στο ΕΜΠ και στο ΕΑΠ

Κώστας Θεολόγου

Ο Κώστας Θεολόγου είναι Αναπληρωτής Καθηγητής Ιστορίας και Φιλοσοφίας του Πολιτισμού και Διευθυντής του Τομέα Ανθρωπιστικών, Κοινωνικών Επιστημών και ΔΙκαίου στη Σχολή ΕΜΦΕ του Εθνικού Μετσοβίου Πολυτεχνείου. Γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη τον Οκτώβριο του 1960 και αποφοίτησε από το Πειραματικό Σχολείο του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης. Σπούδασε Νομικά και Πολιτική Επιστήμη στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. Έκανε μεταπτυχιακές σπουδές στο Πανεπιστήμιο της Σορβόνης (Paris-I, Pantheon Sorbonne) στην Κοινωνική Ιστορία και Κοινωνική Θεωρία με τον Jean-Marie Vincent, εισηγητή της Σχολής της Φραγκφούρτης στη Γαλλία. Το διδακτορικό δίπλωμά του από τον Τομέα Ανθρωπιστικών, Κοινωνικών Επιστημών και Δικαίου της Σχολής Εφαρμοσμένων Μαθηματικών και Φυσικών Επιστημών του ΕΜΠ (2006) εστιάζει στις κοινωνικές ταυτότητες και στην Κοινωνιολογία του Πολιτισμού σε πολυεθνικά αστικά περιβάλλοντα. Διδάσκει σε προπτυχιακά και μεταπτυχιακά προγράμματα σπουδών στο Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο και σε άλλα πανεπιστήμια. Έχει διδάξει στην τριτοβάθμια ιδιωτική και στη δευτεροβάθμια δημόσια εκπαίδευση. Έχει δημοσιεύσει μονογραφίες, μεταφράσεις, συγγράμματα και έχει επιμεληθεί σημειώσεις μαθημάτων για διδακτικές ανάγκες. Έχουν δημοσιευθεί ή βρίσκονται υπό έκδοση εργασίες του (άρθρα ή κεφάλαια) σε ξενόγλωσσα και ελληνικά περιοδικά ή συλλογικούς τόμους. Κριτικά σχόλιά του για νέες εκδόσεις έχουν δημοσιευθεί στα περιοδικά Εντευκτήριο, Διαβάζω, Το Δέντρο, Οδός Πανός κ.α. Κείμενά του βρίσκονται επίσης στα περιοδικά Αντί, Μουσική, Άρδην, Νέμεσις και στις εφημερίδες Μακεδονία, Η Εφημερίδα των Συντακτών, Η Αυγή, Τα Νέα κ.α.

Σχετικά άρθρα

Back to top button