ΕΚΟΥΣΙΑ ΠΛΑΝΗ

Για το συναμφότερον της Αλκυόνης Παπαδάκη

Είναι αδύνατο να μιλήσεις για όλα τα βιβλία της Αλκυόνης και για το συγγραφική σύμπαν της και να μην εξοντώσεις  χρονικά το ακροατήριό σου! Πριν από είκοσι χρόνια, τον προηγούμενο αιώνα δηλαδή, περίπου μίλησα για την αγαπητή Αλκυόνη στον ίδιο χώρο. Τώρα τα βιβλία της έχουν τριπλασιαστεί: μόνο να αναφέρω τους τίτλους θα εξαντλήσω το χρόνο μου. Θα επιμείνω, λοιπόν, με έναν εκλεκτικό τρόπο στα τελευταία κυρίως βιβλία της, που συνεχίζουν με μια συνέπεια την επιμονή της Αλκυόνης Παπαδάκη στην αποκάλυψη της αλήθειας των ανθρώπων.

Δεν πρόκειται για επιστημονική ή κάποια φιλοσοφική αλήθεια, αλλά για την καταλυτική, αφοπλιστική και ξεβρακωτική αλήθεια της ποταπότητας και του μεγαλείου των ανθρώπων. Διότι ο άνθρωπος είναι και τα δυο: ποταπός και μεγαλειώδης. Ο Ζουράρις απαράμιλλα το ονομάζει προσφυώς ως συναμφότερον. Πώς αλλιώς να αναφερθείς στο έργο μιας ψυχολόγου της γραφής, μιας εμβριθούς παρατηρήτριας της ανθρώπινης συμπεριφοράς που τη μεταπλάθει σε αφήγηση, σε μια τρυφερή εσωτερική λογοτεχνία. Και φτιάχνει μια αφήγηση σαν ζωγραφική με λέξεις: άλλωστε τη ζωή δεν την φωτογραφίζουμε την ζωγραφίζουμε.

Η Αλκυόνη δεν πιστεύει ότι υπάρχει απόλυτο στην ανθρώπινη ζωή. Απόλυτος είναι μονάχα ο θάνατος. Η ευτυχία στη ζωή είναι σαν το όνειρο. Όπως το είπε και ο Δημήτρης Χορν στην Οδό Ονείρων: «γιατί το όνειρο είναι μονάχα μια στιγμή κι όλες οι άλλες οι στιγμές απελπισία» (Μάνος Χατζηδάκις, 1962: Το Πάρτυ). Αυτή η αναγνώριση δεν φοβίζει τον τρυφερό πνευματικό άνθρωπο, διότι τον συμφιλιώνει με τη σαρκική ή την υλική φθορά: Φόβος πραγματικός είναι η φθορά του πνεύματος.

Η Αλκυόνη μαγνητίζεται και ταλανίζεται (συγγραφικά τουλάχιστον) από τα αισθήματα των ανθρώπων, από τα μυστικά και τα ψέματα που κρύβονται στ’ αφώτιστα μονοπάτια της ψυχής. Τις χαρακιές της ψυχής δεν πρέπει να τις φοβόμαστε, διότι «όταν η ψυχή δεν έχει χαρακιές  δε βρίσκει δρόμο να τρέξει  μέσα της ο καημός  του άλλου». Σε μια εποχή ατομικισμού και τομαρίστικης αναλγησίας η άποψη της Αλκυόνης, ίσως να ακούγεται σαν εξωγήινη.

«Αν δεις την ψυχή μου με ματωμένα γόνατα να τρέχει κοντά σου, μην τρομάξεις. Δεν είναι τίποτα, καλέ. Από το παιχνίδι είναι. Όλα τ’ απογεύματα της ζωής τα πέρασα παίζοντας κυνηγητό με τα όνειρά μου». Και είναι πολύ ηρωικό να παίζεις κυνηγητό με τα όνειρα σου, διότι, όπως λέει οι  ήρωες στην πραγματική ζωή και είναι εκείνοι που γονατίζουν και καταφέρνουν να ξανασηκωθούν. Αυτοί που έχασαν το όνειρό τους, και ψάχνουν ένα άλλο όνειρο για να σωθούν.

Και η Παπαδάκη δεν οικτίρει κανένα ποτέ! Προσπαθεί πάντα να μαζέψει τα δικά της συντρίμμια, τα δικά της κομμάτια και δεν φοβάται να ματώσει από τα όνειρα, να τα χάσει και να βρει άλλα, παρόλο που τον εαυτό της τον παρέδωσε στις φουρτούνες και στις μπόρες της ζωής χωρίς σωσίβιο. Το μόνο βαρύ πρόστιμο γι’ αυτή την αποκοτιά, της το κόβουν οι αναγνώστες της, που τη διαβάζουν φανατικά και την υπεραγαπούν!

Οι ήρωες της Αλκυόνης είναι διδακτικοί. Διότι μας δείχνουν τον τρόπο να μην οικτίρουμε ποτέ τους άλλους; Να προσπαθούμε μονάχα να μαζέψουμε τα δικά μας κομμάτια, ψυχικά και σωματικά.

Τα λάθη είναι μέσα στην πορεία της ζωής μας. Η Αλκυόνη στέκεται με τρυφερότητα στα ανθρώπινα λάθη, αλλά σιχαίνεται τους προδότες της χώρας μας, παρόλο που θεωρεί την φιλοπατρία μιαν αρετή υπερεκτιμημένη, επειδή μπάζει από πολλές μεριές. Πάντως, το αγαπημένο απόφθεγμά της είναι ότι «Κι αυτό, θα περάσει».

«Αυτός ο κόσμος ο κερατάς- μου ’λεγε μια φορά η φίλη μου η Βιργινία – λες κι είναι καμωμένος μόνο γι’ αυτούς που ξέρουν να καταπατούν. Γι’ αυτούς που στήνουν ταμπέλες. Που κάνουν περιφράξεις και βάζουν μέσα άγρια σκυλιά για φύλακες. Αυτός ο κόσμος ο κερατάς λες κι είναι καμωμένος, μόνο για μπρατσωμένες ψυχές». Μήπως ο κόσμος μας δεν τυραννιέται από τους κάθε λογής τραμπούκους και καταπατητές;

Η Παπαδάκη, όπως οι ταπεινές και συνάμα μεγαλειώδεις ηρωίδες των βιβλίων της μοιράζει ανιδιοτελώς την ψυχή της, διότι μια ανοικτή αγκαλιά είναι η σημαντικότερη στάση μεταξύ ανθρώπων, ώστε να είσαι έτοιμος να αγκαλιάσεις το απροσδόκητο, δηλαδή τη ζωή, που πρέπει να την περιμένεις, όχι απλώς με ανοιχτή την πόρτα, αλλά έξω, στο κεφαλόσκαλο. Στο κεφαλόσκαλο και με ανοιχτή αγκαλιά.

Αν η ψυχή μας φορούσε πάντα τα καλά της και καλωσόριζε τα όνειρά μας. Αν το καράβι μας έφτανε φωταγωγημένο στο λιμάνι που είχαμε διαλέξει. Αν στην προβλήτα μάς περίμεναν, με ανθοδέσμες και χειροκροτήματα, όλοι αυτοί που αγαπήσαμε. Αν δεν είχαμε αφήσει την πόρτα της ψυχής μας ανοιχτή, για να βρουν άσυλο οι κατατρεγμένοι. Τι απερισκεψία κι αυτή! Πάντα τους ληστές τούς περνούσαμε για κατατρεγμένους. Αν ξέραμε να διαβάζουμε εγκαίρως τα σημάδια των καιρών και να προβλέπουμε τις καταιγίδες. Αν δεν είχαμε μπερδέψει τα σημεία του ορίζοντα και περιμέναμε να βγει ο ήλιος από τη δύση.
Πόσος χαμένος χρόνος, αλήθεια! Aν… Αν… Αν ήταν όλα αλλιώς! Μα τότε, πώς θα ξεχωρίζαμε το φως που κλείνουν μέσα τους τα φύλλα της παπαρούνας;

Ωστόσο, στα τελευταία βιβλία της θα ήθελα να γίνω λίγο πιο συγκεκριμένος- και πάλι με τον υποκειμενικό  εκλεκτισμό του εαυτού μου ως αναγνώστη και θα αναφερθώ σε χαρακτήρες σε ανθρώπους δηλαδή ήρωες που γεννιούνται στο εργαστήρι του μυαλού της και μας τους συστήνει ζωντανούς, σπαρταριστούς, με αίμα και σάρκα. Ας πούμε στο βιβλίο του 2007 (Αν ήταν όλα αλλιώς) υπάρχει η Σαραγώ. Μια γυναίκα έξυπνη, φύση καλλιτεχνική, ικανότατη, στηρίζει οικονομικά το σπιτικό της μόνη της με τα σχέδια που δίνει στα υφαντά και στα κεντίδια της. Αγαπάει τον Γιάγκο, αλλά παρόλο που απογοητεύεται σύντομα αρνείται να το παραδεχτεί, διότι «Υπάρχουν κάποιες αγκαλιές που ακούνε… λίγοι είναι αυτοί που τις συναντούν» (σ. 125).

Λίγο παρακάτω «…όταν έπεσα κάποτε στα βαθιά νερά χωρίς να ξέρω κολύμπι, ο λόγος που δεν πνίγηκα ήταν γιατί ξεδίπλωσα από μέσα μου, σαν σωσίβιο, τα όνειρά μου..» (σ. 141). Όταν αρχίσει η Σαραγώ να βλέπει καθαρά, όταν ο ερωτευμένος γιος της αποφασίζει να παντρευτεί την καλή του, αλλά εκείνη δεν συναινεί, μόνο θυμάται τον πατέρα της και μονολογεί: Το λάθος μπορεί να φαίνεται παράδοξο, αλλά ζητάει συνένοχο. Ζητάει παρεάκι. Αν δεν βρει, βγάζει σουγιά και χαρακώνει… δεν θα αφήσω το παιδί μου μόνο του. Δεν θα το παραδώσω βορά στα λάθη του. Θα γίνω το παρεάκι του (σ. 168). Και για να τα αντέχει όλα αυτά τι κάνει; Ονειρεύεται ξανά: «Τι όμορφη νύχτα! Τόσο φως μέσα στο σκοτάδι. Τόσο μπλε μέσα στο μαύρο… όχι δε γίνεται αυτή η ομορφιά να μην έχει αποδέκτες. Είναι ύβρις. Η ομορφιά σώζει» (σ. 179). Κι όταν παρηγορεί τον πληγωμένο από έρωτα γιό της: «Υπάρχουν τόσοι και τόσοι  που περπατούν με άρβυλα πάνω σε γυάλινες ψυχές…» (σ. 189) ή «ο χρόνος είναι σαν το άγριο σκυλί. Δεν πρέπει να τον αφήσεις να σε πάρει στο κατόπι του» (σ. 199). Η Σαραγώ μεγαλώνει, ωριμάζει, γίνεται σοφότερη και μας υπενθυμίζει: «               » και όταν μένει μόνη πασχαλιάτικα με τον άντρα της, αφού ο κανακάρης γιος τους φεύγει και τους παρατάει στο νησί για ένα κάλεσμα με συναδέλφους μεγαλογιατρούς στην Εκάλη, συμβουλεύει το Γιάγκο: όπως έρχονται Γιάγκο μου. Όπως έρχονται πρέπει να τα δεχόμαστε. Καλή σκηνοθεσία χρειάζεται» (σ. 228). Αλλά ο σκηνοθέτης οφείλει να αντέχει και να σηκώνει βάρη, καθώς η μοίρα του στέλνει όσα μπορεί να αντέξει. Η ιστορία που αφηγείται στο Αν ήταν όλα αλλιώς, έχει όλη τη χαρμολύπη ενός ανθρώπινου μεγαλείου, που μονάχα οι μανάδες μπορούν να ενσαρκώσουν.

Η Αλκυόνη μερικές φορές παίρνει μια μεγάλη σύριγγα και μπολιάζει το τρυφερό συναίσθημα και την πανταχού παρούσα στη γραφή της ευαισθησία της με μια γερή δόση χιούμορ. Χιούμορ όχι της πλάκας, όχι χοντροκομμένο, ανόητο τηλεοπτικό χιούμορ, αλλά της ευγένειας, του αυτοσαρκασμού, της λεπτής ειρωνείας για την ανθρώπινη μαλακία (με την καλή έννοια). Σε τέτοια κέφια παίρνει δυο δίδυμες ορφανές, τις βάζει σε μια σκληρή μοίρα να χωρίσουνε, αλλά φτιάχνει μια ιστορία με Τραλαλά και Πάτερα, και μέσα σε ένα τέτοιο λαϊκό πανηγύρι με ακομπλεξάριστους χαρακτήρες της πραγματικής ζωής στήνει και πάλι ένα παραμύθι (δεν ξέρω πόσο παραμύθια εντέλει είναι όλα αυτά! Και πόσο βγαλμένα από το μαγκάλι κάποιας μισοσκότεινης και ξεχασμένης ή μισο-θαμμένης αλήθειας). Τα φιλιά, λοιπόν, ποτέ δεν χάνουν το δρόμο τους και οι χωρισμένες δίδυμες θα ξαναβρεθούν, αφού προηγουμένως  ζήσανε υιοθετημένες σε δυο λαϊκές οικογένειες. Η Αλκυόνη όταν διαλέγει τόπο να μείνει η ίδια και οι ηρωίδες της δεν επιλέγει το που, αλλά με ποιους.

Αυτή η ιστορία στο μυθιστόρημα Τι σου είναι η αγάπη τελικά έχει και μιαν υφέρπουσα αλλά αιχμηρή κοινωνική κριτική στους βολεμένους ιδεολόγους αριστεράς και δεξιάς, αλλά λόγω προεκλογικής περιόδου δεν θα αναφερθώ. Θα πω μονάχα ότι τα ζευγάρια ενίοτε τα ενώνει το μίσος, βυζαίνουν από αυτό και αυτό το μίσος δίνει οργασμό στην ψυχή τους. Κι αν θέλετε να ξέρετε σε ποιο μέρος του κόσμου κάνει περισσότερο κρύο, αυτό είναι στην ψυχή του ανθρώπου (σ. 161). «Είναι κάποιες ώρες, κάποιες στιγμές, που σμίγουν οι ανάσες στον αέρα κι αρωματίζουν την αγάπη. Που μόνο το δέρμα μπορεί να πει τα’ ανείπωτα. Εκείνα που δε χωρούν σε καμιά λέξη. Σε κανένα ήχο. Σε καμιά γραφή» (σ. 131). Τι σου είναι η αγάπη τελικά!

Και το τελευταίο βιβλίο της είναι παραμύθι που παίρνει σάρκα και οστά σε ένα γύρισμα της ζωής, σάμπως με πλάσματα εξωτικά και με χαρακτήρες ανθρώπινους, αλλά με ονόματα που τα γεννάει η Αλκυόνη από την κολυμπήθρα του μυαλού της. Μας δίνει, λοιπόν, μια Συρμαλένια, όμορφη, καλή, υποταγμένη στη μοίρα της με μάτια πολύχρωμα, λίγο θαλασσιά, λίγο μαβιά με μια υποψία κίτρινου ανάμεσα: δεν είναι αυτό περιγραφή εξωτικού; Αυτό το ξωτικό πέφτει θύμα βιασμού σε βουνοκορφή της Κρήτης και οι γονείς της την παντρεύουν άρον-άρον με κάποιον ονόματι Νικηφόρο Χερουβείμ, που είναι μέθυσος, χέστης και τομάρι! Δηλαδή ούτε νικηφόρος ούτε Χερουβείμ. Ο συνονόματος γιος εξέχον στέλεχος σοσιαλιστικού κόμματος, που μετά την διάλυση της παράταξης εξακολουθεί να ευδοκιμεί οικονομικά ως τοκογλύφος, σε ένα γύρισμα της ζωής έρχεται έξαφνα αντιμέτωπος με το αληθινό είδωλό του και αρχίζει τις αγαθοεργίες από τύψεις και για εξιλέωση. Συνάμα βρήκε και μια αγάπη σαρκωμένη στο πρόσωπο μιας Ελένης. Όταν έσμιξαν σαν εραστές ήταν ένας έρωτας ήρεμος. Γλυκόπιοτος. Μια βόλτα με βάρκα πάνω σε ήσυχα νερά. Δεν άναψε καμιά πυρκαγιά. Δεν κύλησαν βράχια στα βουνά. Δεν έλιωσαν οι φτερούγες των αγγέλων. Ένα μεγάλο κόκκινο τριαντάφυλλο που έπεσε ξαφνικά στα χέρια του Θεού. Κι εκείνος το περιεργάστηκε, το θαύμασε, το μύρισε και το στόλισε στο πέτο του.

Τα βιβλία της Αλκυόνης της μοιάζουν: έχουν πολλή κατανόηση, μεγάλο ενθουσιασμό, απαράμιλλη απλότητα, ξεροκέφαλο πείσμα και τζογαδόρικο ρίσκο. Σε όλα τα βιβλία της υπάρχουν οι εικόνες σπιτιών, εστίας οικιακής, και οι ηρωίδες ασχολούνται με αυτό, όπως και η Αλκυόνη, αφιερώνει χρόνο για την φροντίδα του σπιτιού, της οικογένειας, των ανθρώπων με τους οποίους συνυπάρχει. Και εσχάτως η ζωή της έφερε κα μια μικρούλα Αλκυόνη εγγονή και ασχολείται μαζί της με πολλή αγάπη και έγνοια. Μέσα από τα βιβλία της μπορεί να διαγνώσει κανείς ότι έχει συμβουλές και υποδείξεις σοφές που είναι πολύτιμες, διαχρονικές και κυρίως χρήσιμες: «Πρόσεχε», «Σκέψου», «Κάνε χώρο για τον άλλον», «Η ζωή είναι πάντα ενδιαφέρουσα», «Δώσε τόπο στην οργή».

Από το ζωντανό και αληθινό πάνθεον του κόσμου της Αλκυόνης βγάζει κανείς τους πραγματικούς ήρωες που μοιάζει να αγαπά και να μας τους προτείνει: είναι εκείνοι που βούτηξαν σε ένα υπόνομο, σαν τον Γιάννη Αγιάννη, τον πέρασαν χωρίς να χάσουν ποτέ από την ψυχή τους το άρωμα της λεμονιάς.

Η Παπαδάκη ξέρει πόσο δύσκολο είναι να αγαπά κανείς με επίγνωση της ανθρώπινης υπόστασής του τον εαυτό του και ενίοτε οι χαρακτήρες της πάσχουν από αυτή την αδυναμία. Υποτάσσονται στη μοίρα τους, για να συμπαρασταθούν στους κακομοίρηδες που τους περιβάλλουν. Είναι άλλο πράγμα να συμπαραστέκεσαι κι άλλο πράγμα να πουλάς την ψυχή σου. Καμιά φορά την παζαρεύεις, αλλά αυτό εντάσσεται στη διαδικασία μαθαίνω να διαχειρίζομαι καλύτερα τη ζωή μου.

Κοντολογίς, η πένα της Αλκυόνης Παπαδάκη είναι τρυφερή και τραχιά σαν την πραγματικότητα της ζωής. Οι ιστορίες της είναι ένα μίγμα περηφάνιας, μεγαλείου και υποχθόνιας ψυχής, μια περίτεχνη δαντέλα αλήθειας με πολλές κομψές καμπύλες, ολόλευκη ή γαριασμένη στον καιρό, φθαρμένη ή καλά φυλαγμένη σε μπαούλο μακριά από τη γνώση του κόσμου, σαν ψέμα ή σαν αιτία.

Από τους Έλληνες συγγραφείς η Αλκυόνη ξεχωρίζει επειδή μάς εξοικειώνει με το συναμφότερον, που είναι η ελληνική αλήθεια της ψυχής μας, της συμπεριφοράς μας, της νοοτροπίας μας και της ίδιας της ζωής μας. Και τι είναι η ζωή μας; Οι άλλοι άνθρωποι. Αυτοί οι άλλοι άνθρωποι είναι ο παράδεισος και η κόλασή μας. Αυτούς τους ανθρώπους τους συναντάμε σε ένα ταξίδι που λέγαμε και δεν κάναμε, σε ένα γύρισμα της ζωής, κωπηλατώντας σε μια χίμαιρα ή σε μια αμαρτία, κι αν ήταν όλα αλλιώς και μπορούσαμε ως αναγνώστες να λούσουμε τον εαυτό μας σε ένα αναστοχασμό, μπορεί να ανακαλύπταμε την αξία της αγάπης & του αλτρουισμού.

*** το παραπάμω κείμενο είναι η ομιλία του Κώστα Θεολόγου για την Αλκυόνη Παπαδάκη στην εκδήλωση προς τιμήν της το Σάββατο 10.5.14 στο Ρεξ

Κώστας Θεολόγου

Ο Κώστας Θεολόγου είναι Αναπληρωτής Καθηγητής Ιστορίας και Φιλοσοφίας του Πολιτισμού και Διευθυντής του Τομέα Ανθρωπιστικών, Κοινωνικών Επιστημών και ΔΙκαίου στη Σχολή ΕΜΦΕ του Εθνικού Μετσοβίου Πολυτεχνείου. Γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη τον Οκτώβριο του 1960 και αποφοίτησε από το Πειραματικό Σχολείο του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης. Σπούδασε Νομικά και Πολιτική Επιστήμη στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. Έκανε μεταπτυχιακές σπουδές στο Πανεπιστήμιο της Σορβόνης (Paris-I, Pantheon Sorbonne) στην Κοινωνική Ιστορία και Κοινωνική Θεωρία με τον Jean-Marie Vincent, εισηγητή της Σχολής της Φραγκφούρτης στη Γαλλία. Το διδακτορικό δίπλωμά του από τον Τομέα Ανθρωπιστικών, Κοινωνικών Επιστημών και Δικαίου της Σχολής Εφαρμοσμένων Μαθηματικών και Φυσικών Επιστημών του ΕΜΠ (2006) εστιάζει στις κοινωνικές ταυτότητες και στην Κοινωνιολογία του Πολιτισμού σε πολυεθνικά αστικά περιβάλλοντα. Διδάσκει σε προπτυχιακά και μεταπτυχιακά προγράμματα σπουδών στο Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο και σε άλλα πανεπιστήμια. Έχει διδάξει στην τριτοβάθμια ιδιωτική και στη δευτεροβάθμια δημόσια εκπαίδευση. Έχει δημοσιεύσει μονογραφίες, μεταφράσεις, συγγράμματα και έχει επιμεληθεί σημειώσεις μαθημάτων για διδακτικές ανάγκες. Έχουν δημοσιευθεί ή βρίσκονται υπό έκδοση εργασίες του (άρθρα ή κεφάλαια) σε ξενόγλωσσα και ελληνικά περιοδικά ή συλλογικούς τόμους. Κριτικά σχόλιά του για νέες εκδόσεις έχουν δημοσιευθεί στα περιοδικά Εντευκτήριο, Διαβάζω, Το Δέντρο, Οδός Πανός κ.α. Κείμενά του βρίσκονται επίσης στα περιοδικά Αντί, Μουσική, Άρδην, Νέμεσις και στις εφημερίδες Μακεδονία, Η Εφημερίδα των Συντακτών, Η Αυγή, Τα Νέα κ.α.

Σχετικά άρθρα

Back to top button